Αντικρουόμενες τοποθετήσεις του πρωθυπουργού και του προέδρου του ΣΕΤΕ για το μέλλον του ελληνικού τουρισμού

Θετικές εκτιμήσεις και προβληματισμοί

Αντικρουόμενες προβλέψεις για το μέλλον του ελληνικού τουρισμού αποτυπώθηκαν στην 24η Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), από τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα και από τον πρόεδρο του Συνδέσμου, Ανδρέα Ανδρεάδη, την ώρα όμως που και οι δύο αναγνώρισαν πως ο τουρισμός συνεχίζει να αποτελεί το ισχυρό χαρτί της ελληνικής οικονομίας.

Με τον πρωθυπουργό να διαμηνύει ότι «η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει μια χώρα σταθερότητας και ασφάλειας» και τον πρόεδρο του ΣΕΤΕ να διερωτάται για τις αντοχές του τουρισμού «ως πότε θα τα καταφέρνει;», παρουσιάστηκαν οι θετικές εκτιμήσεις εκ μέρους τις κυβέρνησης για το μέλλον του κλάδου και οι προβληματισμοί των επαγγελματιών του χώρου, που προκαλούν οι νέες φορολογικές ρυθμίσεις.

Και από τους δύο ομιλητές υπήρξαν ταυτόσημες παραδοχές περί των οικονομικών μεγεθών του τουρισμού, ο οποίος συνιστά το 10% του ΑΕΠ, ενώ οι παραγωγικές του διασυνδέσεις διαχέουν οικονομικό δυναμισμό σε άλλους, κυρίως ελληνικούς, κλάδους που φτάνει στο 25% του ΑΕΠ – στηρίζοντας ταυτόχρονα την απασχόληση σε τουλάχιστον 200 κατηγορίες επαγγελμάτων.

Είναι ο κατ’ εξοχήν εξαγωγικός τομέας, αφού τα έσοδά του προέρχονται κατά 90% από το εξωτερικό, καλύπτοντας τουλάχιστον το 90% του ελλείμματος ισοζυγίου αγαθών της χώρας, ενώ στο τομέα της απασχόλησης, από το 2012 έως το 2015 προσέθεσε 43% σε όγκο απασχόλησης και 17% σε αμοιβές, δημιουργώντας επιπλέον 90 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.

«Επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης»

Ο Αλέξης Τσίπρας, από το βήμα της γενικής συνέλευσης του ΣΕΤΕ, ξεκίνησε την ομιλία του με τη διαπίστωση των ωφελειών που προσέφερε στην ελληνική οικονομία ο κλάδος του τουρισμού, καθώς όπως είπε είναι αυτός που «αποτέλεσε πηγή αισιοδοξίας για τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας στα δύσκολα χρόνια της κρίσης και θα είναι πάλι η αιχμή του δόρατος στη νέα αναπτυξιακή προοπτική που ανοίγεται για τη χώρα μας».

Έκρινε πως την περυσινή χρονιά των 26 εκατομμυρίων αφίξεων θα την διαδεχθεί μία νέα χρονιά ρεκόρ, επισημαίνοντας όμως δύο βασικά σημεία, τα οποία όπως είπε «συνιστούν τόσο πάγιο αίτημα των ανθρώπων του τουρισμού, όσο όμως και χρέος της πολιτείας.

Τα δύο αυτά σημεία είναι αφενός η διασφάλιση ενός περιβάλλοντος οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας και αφετέρου η εγγύηση της ασφάλειας».

Όσον αφορά στην οικονομική σταθερότητα, αυτή θα διαδεχθεί την αβεβαιότητα με το πέρας της πρώτης και δυσκολότερης αξιολόγησης και τις αποφάσεις για την ελάφρυνση του χρέους, με την Ελλάδα να μπαίνει πλέον «σε μια νέα εποχή. Μια εποχή ανάπτυξης και αισιοδοξίας».

Στο θέμα της ασφάλειας, ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για μεγάλες προκλήσεις που «σε πολλές περιπτώσεις μας υπερβαίνουν», με την Ελλάδα όμως «να αποτελεί σημείο αναφοράς», τόσο στην «ταραγμένη» περιοχή της Μεσογείου όσο και στην Ευρώπη, η οποία «βιώνει μια έντονη κρίση ασφάλειας».

Αναφέρθηκε στην αποκατάσταση των σχέσεων που επιτεύχθηκε με πολλές χώρες, βάσει ενός συγκροτημένου σχεδίου και με την άσκηση μίας «πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής», ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο προσφυγικό, η διαχείριση του οποίου αντιμετωπίστηκε με ευθύνη.

Τόνισε δε πως «οι ανησυχίες μερίδας των επιχειρηματιών του τουρισμού, μπορούν να κοπάσουν», καθώς βάσει σχεδίου ο Πειραιάς αδειάζει από τους πρόσφυγες, ενώ μειώθηκαν οι προσφυγικές ροές από την Τουρκία, με αποτέλεσμα να «αποφορτίζεται» η κατάσταση στα νησιά, προς τα οποία στο πλαίσιο έμπρακτης στήριξης, αυξήθηκαν «οι προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις μέσω του προγράμματος κοινωνικού τουρισμού».

Αναφερόμενος στην κυβερνητική στρατηγική για τον τουρισμό, μίλησε τόσο για την προσέλκυση επισκεπτών από το εξωτερικό, με στόχευση στην αύξηση της επισκεψιμότητας από τη Ρωσία, αλλά και τις ΗΠΑ και την Κίνα, αλλά στις ενέργειες επέκτασης της τουριστικής περιόδου, με την ενίσχυση του θεματικού τουρισμού.

Στον τομέα των τουριστικών επενδύσεων ενημέρωσε ότι επίκειται βελτίωση του χωροταξικού σχεδιασμού και διευκόλυνση των αδειοδοτήσεων, με στόχευση στην επενδυτική προοπτική πολυτελούς τουρισμού.

Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε ειδική αναφορά στις υποδομές, οι οποίες ενισχύονται, με πολλά έργα να έχουν ήδη ενταχθεί σχέδιο Γιούνκερ και στη χρηματοδότηση μέσω ΕΣΠΑ, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην αναγκαιότητα περαιτέρω ενίσχυσης της κρουαζιέρας.

Σε ότι αφορά στα «δυσάρεστα» όπως τα χαρακτήρισε μέτρα που ελήφθησαν «υπό την ασφυκτική πίεση των δανειστών», σημείωσε ότι αυτά προέκυψαν κατόπιν σκληρής διαπραγμάτευσης, προκειμένου να μην γίνουν αποδεκτές οι αρχικές προτάσεις που ήθελαν τον ΦΠΑ στη διαμονή να ανέρχεται στο 23% έναντι του 13% που τελικά συμφωνήθηκε και αύξηση του ανώτερου συντελεστή του ΦΠΑ κατά μία μονάδα, προκειμένου να αποφευχθεί η πρόταση για αύξηση των τιμολογίων του ηλεκτρικού ρεύματος και του νερού στο από το 13 % στο 23%.

Σχετικά με το τέλος διανυκτέρευσης, είπε ότι αυτό ισχύει σε άλλες χώρες της Μεσογείου, όπως η Ιταλία και η Ισπανία και πως η εφαρμογή του αντί για φέτος μετατέθηκε για το 2018.

Έκανε εκτενή αναφορά στα σχετικά με τη διαπραγμάτευση και τη συμφωνία για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, αναλύοντας τις προεκτάσεις που θα έχει αυτή η εξέλιξη για την ελληνική οικονομία, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι «σε λίγους μήνες η Ελλάδα αναμένεται να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης».

Έκλεισε δε διαβεβαιώνοντας του επιχειρηματίες του τουριστικού κλάδου πως «η πολιτεία θα είναι αρωγός με κάθε τρόπο στη μεγάλη προσπάθεια» που κάνουν.

«Κομβικό σημείο για το μέλλον του τόπου»

Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Ανδρέας Ανδρεάδης, αναφέρθηκε στο έργο του Συνδέσμου κατά τη διάρκεια του έτους που πέρασε, σημειώνοντας πως οι στόχοι που είχαν τεθεί για τον ελληνικό τουρισμό εμπλουτίζονται και αναθεωρούνται, αξιολογώντας τις αλλαγές που σημειώνονται.

Εξέφρασε τον προβληματισμό του για ω πότε θα έχει την αντοχή να ανταποκρίνεται ο ελληνικός τουρισμός με «το τεράστιο φορτίο που έχει εναποτεθεί στους ώμους του, για την στήριξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, ως ο τελευταίος εξωστρεφής τομέας που μπορεί ακόμα να συμβάλλει».

Αναφέρθηκε στην πιθανότητα να προστεθούν φόροι «σε μια σειρά βασικών προϊόντων και υπηρεσιών που ακριβαίνουν το τουριστικό πακέτο», ενώ χαρακτήρισε «εξωφρενικό» και «τελείως παράλογο» το τέλος διανυκτέρευσης, κρίνοντας το ως «μία ταφόπλακα για την τουριστική επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα του τομέα».

Αιτιολογώντας τα λεγόμενα του ανέφερε ότι με την «απουσία αξιόπιστου και αποτελεσματικού δημόσιου μηχανισμού είσπραξης φόρων, είναι αδύνατον να ελεγχθεί η καθημερινή πληρότητα του 1 εκατ. δωματίων σε 50 χιλ. καταλύματα της χώρας. Αυτό θα οδηγήσει σε ασσυμετρίες στην εφαρμογή του νόμου. Κατά δεύτερον, η επιβολή ενός τέτοιου φόρου, ενδέχεται να οδηγήσει σε μαζικές δηλώσεις υποβάθμισης καταλυμάτων σε χαμηλότερες κατηγορίες ή και κατάθεση των σημάτων λειτουργίας και μετάβαση στις χωρίς περιορισμό, πλέον, ελεύθερες μισθώσεις, χωρίς ΦΠΑ».

Σημείωσε πως η αύξηση θα μεταφερθεί στον τουρίστα, λόγω αδυναμίας απορρόφησης του κόστους από τις τουριστικές επιχειρήσεις, καθιστώντας ακριβή την Ελλάδα σε σχέση με τον ανταγωνισμό.

Ειδική αναφορά έκανε στην ανάγκη ενεργοποίησης τω μηχανισμών φορολογικής είσπραξης, καθώς χάνονται ετησίως περί τα 270 εκ. ευρώ φορολογικά έσοδα από τις ανεξέλεγκτες μισθώσεις ιδιωτικών χώρων.

Εμφανίστηκε απαισιόδοξος σχετικά με την φετινή επισκεψιμότητα, με τις αυξητικές προβλέψεις να τίθενται εν αμφιβόλω λόγω της επιμηκυμένης διαπραγμάτευσης με τους δανειστές.

Έθεσε δε τις προτεραιότητες των κινήσεων που πρέπει να γίνουν και αυτές αφορούν σε ένα δίκαιο, σταθερό και ελκυστικό φορολογικό πλαίσιο προς ενίσχυση των επενδύσεων, το μέλλον των κόκκινων δανείων για να διατηρηθεί ζωντανή την ελληνική τουριστική επιχειρηματικότητα, διατήρηση της έκπτωσης του 30% στους συντελεστές ΦΠΑ των νησιών, ενίσχυση του εσωτερικού τουρισμού, επανεξέταση της αύξησης του ορίου ηλικίας των ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων, μια δίκαιη λύση στο ζήτημα των πνευματικών – συγγενικών δικαιωμάτων, ολοκλήρωση του κτηματολογίου και της χαρτογράφησης και στρατηγικής ανάπτυξης/προστασίας του αιγιαλού της χώρας, η αισθητική και ποιοτική αναβάθμιση του κέντρου και του παραλιακού μετώπου των τουριστικών πόλεων και οικισμών, η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας των χρεώσεων στο αεροδρόμιο της Αθήνας, η ενίσχυση της τουριστικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και η ολοκλήρωση της νομοθεσίας που αφορά σε προδιαγραφές καταλυμάτων.

Όλα αυτά τη στιγμή που όπως έκρινε «βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο για το μέλλον του τόπου μας».

Ετικέτες: