Του Γιώργου Μαρκατάτου

Το μέλλον του ευρωπαϊκού γεωργικού μοντέλου και ο παγκόσμιος κίνδυνος από τις αυξανόμενες τιμές τροφίμων

  • Τρίτη, 21 Ιουνίου, 2022 - 06:13

Αρχίζει να παγιοποιείται δυστυχώς η άποψή που εκφράσαμε από την αρχή αυτής της σύντομης σειράς σημειωμάτων. Πρόκειται για την επισιτιστική ανασφάλεια που διαπιστώνεται ο διαρκής πλέον ρόλος της. Και ακόμη περισσότερο αρνητική είναι η άποψη που εξέφρασε ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν, περί απώλειας της πολιτικής κυριαρχίας της ΕΕ, επισημαίνοντας ότι οι γραφειοκρατικές της ελίτ χορεύουν στο ρυθμό κάποιου άλλου (προφανώς εννοείς των ΗΠΑ)… βλάπτοντας τους δικούς τους ανθρώπους, τις οικονομίες και τις επιχειρήσεις.

Δεν είναι μόνο οι εξαγωγές σιτηρών από το δίδυμο Ρωσία – Ουκρανία, αλλά βασικά τα δύο ατού της περιοχής που είναι η ενεργειακή υπεροχή (τόσο σε αέριο, όσο και σε ακαθάριστο πετρέλαιο) και οι πρώτες ύλες λιπασμάτων που έχουν την ικανότητα να διπλασιάζουν την παραγωγή.

Είναι πιθανόν να διατηρηθεί η κατάσταση έλλειψης αγαθών και τροφίμων και όπου αυτό δε θα παρατηρηθεί θα οφείλεται στην ικανότητα των καταναλωτών να αντιμετωπίσουν τις εξαιρετικά αυξημένες τιμές. Θεωρεί κανείς στη χώρα μας, με τους υπάρχοντες κατώτατους μισθούς και συντάξεις ότι σοβαρά τμήματα του πληθυσμού θα είναι σε θέση να διαθέτουν επαρκείς πόρους για τη διατήρησή τους στη ζωή;

Σε προηγούμενα σημειώματά μας δείξαμε ότι η παράλογη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων της ΚΓΠ μείωσε τις στρατηγικές παραγωγές της χώρας. Έτσι, σημαντικές εκτάσεις έχουν μπει σε αναγκαστική αγρανάπαυση, πράγμα που σημαίνει ότι για να ξαναμπούν στην καλλιέργεια απαιτείται εξ αρχής ξεχέρσωμα! Αυτό για όσους καταλαβαίνουν συνεπάγεται σημαντική αύξηση κόστους. Πάντως η εξαιρετικά επικίνδυνη αυτή τακτική συνεχίσθηκε και σε άλλες καλλιέργειες για τις οποίες δεν υπάρχουν εξηγήσεις και όποιος θεωρεί ότι μπορεί να εξηγηθούν τα ανεξήγητα ματαιοπονεί.

Για το λόγο αυτό θα κλείσω την εξελικτική πορεία της ελληνικής αγροτικής οικονομίας με τρεις συνοπτικούς πίνακες, που δημιουργήθηκαν με στοιχεία της ΓΔ Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης της Κομισιόν, με βάση τα ετήσια στοιχεία της Eurostat για τη φυτική παραγωγή.

 

 

Οι πίνακες αυτοί αφορούν την παραγωγή ζάχαρης τόσο σε καλλιεργούμενα στρέμματα όσο και σε ύψος παραγωγής. Και στα δυο αυτά μεγέθη η κατακρήμνιση των τελικών ετήσιων στατιστικών είναι χαρακτηριστική και δεν αφορά καμιά άλλη χώρα παρά μόνο την Ελλάδα.

 

 

Εκείνο όμως το στοιχείο που εξοργίζει και τον πλέον καλόπιστο αναγνώστη και μελετητή των εξελίξεων είναι η απόδοση ζαχαρότευτλων (τόνοι/εκτάριο), όπου παρατηρείται στον πίνακα να κατείχε η Ελλάδα τη 2η καλύτερη θέση στο θέμα της απόδοσης και με τη μείωση των καλλιεργειών, για ανύπαρκτους όρους αποδόσεων, η ελληνική απόδοση έπεσε, σε σχέση με όλες, ανεξαιρέτως τις άλλες κοινοτικές χώρες μέχρι τον τελευταίο χρόνο που έχουμε στοιχεία, ήτοι το 2019. Είναι γνωστό δε, ότι με την βιομηχανική έκρηξη στον τομέα της ζάχαρης είχαμε μια πολύ καλή θέση (5 εργοστάσια ζάχαρης που λειτουργούσαν στο φουλ, στη χώρα μας).

 

Και όμως η ζάχαρη είναι και αυτή στρατηγικό προϊόν, δεδομένης της διατροφικής αξίας ου προϊόντος και την πολυποίκιλη χρήση της.

Στόχος και του σημερινού σημειώματός μας εν είναι η άσκηση κριτικής, αλλά να επισύρουμε την προσοχή των αρμόδιων θεσμών, ώστε να αλλάξουν ρότα τώρα που υπάρχει, έστω και ελάχιστος, χρόνος και να υποβληθούν προγράμματα αναδιάρθρωσης της καλλιέργειας.

Ας μάθουμε να επωφελούμαστε από την ορθή και έγκαιρη εφαρμογή της ΚΓΠ, αντί να παραμένουμε κάτω από η δαμόκλειο σπάθη της επισιτιστικής ανασφάλειας.

Έχει ήδη φθάσει και στον τόπο μας, έστω και με τη μορφή των υπεραυξήσεων των προϊόντων διατροφής.

Ετικέτες: