Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής

  • Πέμπτη, 29 Ιουλίου, 2021 - 06:12

Εισαγωγική τοποθέτηση του υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Π. Τσακλόγλου, κατά την συζήτηση του νομοσχεδίου «Ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά» στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής.

Σύμφωνα με τον υφυπουργό, το ασφαλιστικό νομοσχέδιο για τη νέα γενιά, ως κύριο στόχο έχει την διασφάλιση της επάρκειας του ύψους των επικουρικών συντάξεων των σημερινών νέων και μελλοντικών συνταξιούχων, μέσω της σταδιακής μετατροπής της επικουρικής ασφάλισης από διανεμητική σε κεφαλαιοποιητική. Η μεταρρύθμιση αφορά αποκλειστικά την επικουρική ασφάλιση. Και, ειδικότερα, μόνο τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας από 1/1/2022 που απασχολούνται σε κλάδους όπου υπάρχει υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης (δηλαδή μισθωτούς ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, μηχανικούς και δικηγόρους), καθώς και, σε εθελοντική βάση, τους νέους έως 35 ετών που απασχολούνται σε οποιονδήποτε κλάδο».

Οι τέσσερις λόγοι για την μεταρρύθμιση

«Πρώτον, η διαφοροποίηση κινδύνου και η ενίσχυση της σταθερότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Οι μελλοντικοί συνταξιούχοι του σχεδιαζόμενου συστήματος θα έχουν τρεις πηγές εισοδήματος από την κοινωνική ασφάλιση: την εθνική σύνταξη, την ανταποδοτική σύνταξη και την επικουρική σύνταξη. Κάθε μία τους υπόκειται σε διαφορετικό τύπο κινδύνου. Η εθνική σύνταξη υπόκειται στο δημοσιονομικό κίνδυνο, η ανταποδοτική στο δημογραφικό κίνδυνο, ενώ η νέα επικουρική θα έχει απαλλαγεί από το δημογραφικό κίνδυνο, αλλά θα υπόκειται στον κίνδυνο των αγορών. Λόγω του ότι αυτοί οι κίνδυνοι δεν έχουν υψηλή θετική συσχέτιση μεταξύ τους, βελτιώνεται σημαντικά η βιωσιμότητα ολόκληρου του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Δεύτερον, η δημιουργία αποταμιεύσεων (εισφορές εργαζομένων), σημαντικό τμήμα των οποίων θα επενδυθεί στην ελληνική οικονομία, κάτι που το έχουμε απόλυτη ανάγκη καθώς ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ στην χώρα μας είναι μακράν ο χαμηλότερος στην ΕΕ. Περισσότερες επενδύσεις, σημαίνει υψηλότερη παραγωγικότητα, κάτι που με τη σειρά του σημαίνει υψηλότεροι μισθοί, περισσότερες θέσεις εργασίας και υψηλότερο ΑΕΠ. Αυτό με τη σειρά του, μεταφράζεται σε περισσότερα δημοσιονομικά έσοδα από άμεσους και έμμεσους φόρους, καθώς και υψηλότερα έσοδα από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.

Τρίτον, η επίτευξη υψηλότερων επικουρικών συντάξεων σε σύγκριση με το υφιστάμενο σύστημα. Με δεδομένη τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού, το ποσοστό αναπλήρωσης της υφιστάμενης επικουρικής σύνταξης θα μειώνεται τα επόμενα χρόνια. Αντίθετα, οι αποδόσεις των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων, βάσει και της εμπειρίας από άλλες χώρες όπου λειτουργούν επί μακρά χρονικά διαστήματα, αναμένονται υψηλότερες, ιδίως σε σύγκριση με αποδόσεις διανεμητικών συστημάτων γερασμένων κοινωνιών.

Και, τέταρτον, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο ασφαλιστικό σύστημα. Με τη δημιουργία ατομικών λογαριασμών που θα φέρουν το όνομα των ασφαλισμένων δίδονται αντικίνητρα στους νέους για ανασφάλιστη εργασία. Η μείωση της ανασφάλιστης εργασίας έχει με τη σειρά της θετικές επιπτώσεις στον σημερινό συνταξιούχο, στο σύνολο του ασφαλιστικού συστήματος και στην ελληνική οικονομία».

Συστήνεται νέο επικουρικό ταμείο με ενισχυμένη εποπτεία, διαφάνεια και αξιοκρατική στελέχωση

«Το νέο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και θα λειτουργεί επαγγελματικά και υπό ισχυρή εποπτεία. Ως όργανα διοίκησης του νέου Ταμείου ορίζονται το Διοικητικό Συμβούλιο και ο Διευθύνων Σύμβουλος. Εφαρμόζοντας τις αρχές καλής διακυβέρνησης και τις καλές πρακτικές άλλων χωρών, τα όργανα αυτά αναλαμβάνουν διαφορετικούς ρόλους ανάλογα με την αποστολή και το είδος των αρμοδιοτήτων τους.

Η διαδικασία επιλογής Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνοντος Συμβούλου θα γίνεται ύστερα από ανοικτή δημόσια διαδικασία υπό την αιγίδα του ΑΣΕΠ με αυστηρά αξιοκρατικές διαδικασίες με υψηλά εχέγγυα καταλληλότητας και μεγάλη εμπειρία σε θέματα ασφαλιστικά και οικονομικά. Το στελεχιακό δυναμικό του Ταμείου θα επιλέγεται και αυτό με αυστηρά αξιοκρατικά κριτήρια και επαγγελματικές δεξιότητες, ενώ παράλληλα προβλέπεται και ισχυρή εποπτεία της λειτουργίας του νέου Ταμείου».

Μεταρρύθμιση με σύστημα διπλής εγγύησης

«Για τους σημερινούς συνταξιούχους και ασφαλισμένους δεν θα αλλάξει απολύτως τίποτε, καθώς οι συντάξεις τους θα υπολογίζονται με τους υφιστάμενους κανόνες, χωρίς καμία αλλαγή, με το κόστος μετάβασης να χρηματοδοτείται από τον τακτικό προϋπολογισμό.

Για τους ασφαλισμένους που θα συνταξιοδοτηθούν με το νέο σύστημα, το κράτος παρέχει εγγύηση ότι θα λάβουν σύνταξη που αντιστοιχεί τουλάχιστον με την πραγματική αξία (συνυπολογιζόμενου του πληθωρισμού) των εισφορών που κατέβαλαν.

Επίσης, σε σύγκριση με το υφιστάμενο σύστημα υπάρχουν δύο διαφοροποιήσεις σε σχέση με υφιστάμενο σύστημα:

Πρώτον, για πρώτη φορά προβλέπεται επιστροφή εισφορών στον ασφαλισμένο που δεν έχει συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο προκειμένου να λάβει επικουρική σύνταξη. Ειδικότερα, αν ο ασφαλισμένος δεν έχει συμπληρώσει 15 έτη ασφάλισης στο Ταμείο, του επιστρέφονται κατά τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης οι εισφορές που κατέβαλε.

Και, δεύτερον, προβλέπεται κατώτατη επικουρική σύνταξη αναπηρίας και κατώτατη επικουρική σύνταξη θανάτου ασφαλισμένου κάτι που δεν ισχύει στο υφιστάμενο σύστημα επικουρικής ασφάλισης νοητής κεφαλαιοποίησης. Ειδικότερα, ισχύει η παραδοχή ότι στον ατομικό λογαριασμό του ασφαλισμένου έχει συσσωρευτεί κεφάλαιο κατ’ ελάχιστον ίσο με εκείνο που θα προέκυπτε στην περίπτωση ασφαλισμένου στο Ταμείο με 15 έτη ασφάλισης και αποδοχές ίσες με τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό υπαλλήλου για πλήρη απασχόληση, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί κατά την επέλευση του κινδύνου. Εάν το υπόλοιπο του ατομικού λογαριασμού του ασφαλισμένου υπολείπεται του ποσού αυτού, ο Κρατικός Προϋπολογισμός καλύπτει τη διαφορά».

120 εκατ. το μέσο ετήσιο κόστος μετάβασης σε βάθος 50 ετών

«Ακριβώς επειδή δεν θα μειωθεί καμία σύνταξη, το κόστος μετάβασης βάσει της μελέτης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής εκτιμάται έως το 2070 από λίγο κάτω από τα 50 δις έως λίγο πάνω από τα 70 δις, αναλόγως σεναρίου και προεξοφλητικού επιτοκίου. Για το βασικό σενάριο, με προεξοφλητικό επιτόκιο ίσο με αυτό που χρησιμοποιείται στις αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους, το κόστος μετάβασης - που αφορά, χρονική περίοδο 50 ετών, εκτιμάται στα 56 δις. Θυμίζω ότι ο κρατικός προϋπολογισμός ενισχύει τα ασφαλιστικά ταμεία ετησίως με ποσά άνω των 15 δις. Όχι σε ορίζοντα 50ετίας, αλλά μόνο μέσα σε μία χρονιά. Επιπλέον, τα 56 δις δεν είναι το πραγματικό κόστος της μεταρρύθμισης, αλλά το αναλογιστικό ή αλλιώς ακαθάριστο κόστος.

Για το «καθαρό» κόστος μετάβασης πρέπει να λάβουμε υπόψη τις θετικές επιδράσεις από τις αυξημένες επενδύσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας και να συνυπολογίσουμε τα επιπλέον φορολογικά έσοδα που θα δημιουργηθούν. Βάσει του βασικού σεναρίου της μελέτης του ΙΟΒΕ, το καθαρό κόστος της μεταρρύθμισης είναι περίπου 6 δις σε βάθος 50ετίας. Δηλαδή, μεσοσταθμικά, 120 εκατ. το χρόνο».