Νέες μετρήσεις του ΕΛ.ΚΕ.ΘΕ για την περιβαλλοντική επιβάρυνση του ναυαγίου “Sea Diamond”

Όλα βαίνουν καλώς...

“Οι συγκεντρώσεις όλων των ρυπογόνων στοιχείων στο θαλασσινό νερό και στα ιζήματα παραμένουν μικρές και φυσιολογικές ενώ και οι βιοκοινωνίες των θαλάσσιων οργανισμών

παραμένουν υγιέστατες”.

Τα προαναφερθέντα αποτελούν το νέο γενικό συμπέρασμα του ΕΛ.ΚΕ.ΘΕ μετά και τις νέες μετρήσεις που πραγματοποίησε στη θαλάσσια περιοχή της Καλντέρας, όπου και βυθίστηκε στις 5 Απριλίου του 2007 το κρουαζιερόπλοιο “Sea Diamond” στη Σαντορίνη.

Οι νέες μετρήσεις παρουσιάζουν αισιόδοξα συμπεράσματα, που ακολουθούν την ίδια “γραμμή” με τα συμπεράσματα των προηγούμενων μετρήσεων, τα οποία ωστόσο, είχαν προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων, ανάμεσα στις οποίες εντάσσεται και εκείνη του βουλευτή του Σύριζα, Νίκου Συρμαλένιου, ο οποίος από κοινού με συναδέλφους της παράταξής του, είχε καταγγείλει ότι “ότι το ΕΛΚΕΘΕ έπρεπε να μελετά και να συντάσσει τις εκθέσεις του, ως δημόσιος Οργανισμός, χωρίς καμιά εξάρτηση”, παρόλα αυτά, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, αποκάλυψε πως “το ΕΛΚΕΘΕ, στο οποίο είχε ανατεθεί από το ελληνικό δημόσιο η σύνταξη μελέτης για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του ναυαγίου στο θαλάσσιο οικοσύστημα της περιοχής, είχε ήδη συνάψει από τον Απρίλιο του 2007 σύμβαση και με την πλοιοκτήτρια εταιρία LOUIS HELLENIC CRUISES LTD”.

Δεκαέξι δειγματοληψίες

Αξίζει να υπενθυμιστεί πως, σύμφωνα με την εισαγωγή της μελέτης, “συνέπεια του ατυχήματος ήταν η σταδιακή διαρροή στο θαλάσσιο χώρο ενός μέρους από τη συνολική ποσότητα των καυσίμων του “Sea Diamond” που ήταν περίπου 450 τόνοι, ενώ κάποιες ποσότητες ρυπογόνων ουσιών εξακολουθούν να παραμένουν στο βυθισμένο πλοίο”, γεγονός που επέβαλλε να πραγματοποιούνται μετρήσεις ανά τακτά χρονικά διαστήματα με αίτημα του τότε υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. Έως σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί 16 δειγματοληψίες στην περιοχή με

την πρώτη τον Μάιο του 2007 και την τελευταία τον Ιούνιο του 2013.

Στην παρούσα έκθεση τα συμπεράσματα της οποίας ακολουθούν αυτούσια, παρουσιάζονται αναλυτικά τα αποτελέσματα από τις μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πέμπτου έτους μετά το ατύχημα και περιλαμβάνουν τις δειγματοληψίες του Απριλίου και Ιουνίου 2013.

Γενικό συμπέρασμα

Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει από τις μετρήσεις που καλύπτουν τη χρονική

περίοδο των έξι ετών από το ατύχημα είναι ότι δεν υπάρχουν εμφανείς επιπτώσεις από το

ναυάγιο στο θαλάσσιο οικοσύστημα της περιοχής. Παρόλο που το βυθισμένο

κρουαζιερόπλοιο περιέχει ρυπογόνα φορτία που καταλήγουν στη θαλάσσια περιοχή της

καλντέρας, τα αποτελέσματα των μετρήσεων δείχνουν ότι ο ρυθμός απελευθέρωσής τους στο

θαλάσσιο περιβάλλον είναι τέτοιος ώστε μέχρι στιγμής δεν έχει επηρεαστεί η ποιότητά του.

Οι συγκεντρώσεις όλων των ρυπογόνων στοιχείων στο θαλασσινό νερό και στα ιζήματα

παραμένουν μικρές και φυσιολογικές ενώ και οι βιοκοινωνίες των θαλάσσιων οργανισμών

παραμένουν υγιέστατες. Παρόλα αυτά και δεδομένου ότι σε προηγούμενες μετρήσεις για κάποια βαρέα μέταλλα (Fe, Mn, Zn) είχαν προκύψει κάποιες ενδείξεις βιοσσυσώρευσης σε

θαλάσσιους οργανισμούς (μύδια), θεωρούμε ότι είναι χρήσιμη η συνέχιση των μετρήσεων με

έμφαση στη λεπτομερέστερη μελέτη τυχόν φαινομένων βιοσυσσώρευσης.

Βαρέα μέταλλα και ιχνοστοιχεία στα θαλάσσια ιζήματα

Οι συγκεντρώσεις των βαρέων μετάλλων στα ιζήματα της περιοχής ήταν παρόμοιες με αυτές που προσδιορίστηκαν το 2008 και το 2012. Όπως και τότε, η μεγαλύτερη επιβάρυνση διαπιστώθηκε για το μόλυβδο και σε μικρότερο βαθμό για τον

ψευδάργυρο. Ανάλυση δείγματος ιζήματος από την περιοχή που βρίσκεται σήμερα το

ναυάγιο το οποίο είχε συλλεγεί από επιστήμονες του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. το 1987 έδειξε ότι οι

σημερινές τιμές δεν διαφοροποιούνται σημαντικά και επομένως οποιαδήποτε επιβάρυνση δεν σχετίζεται με το ναυάγιο του SeaDiamond αλλά με τις υπόλοιπες ανθρωπογενείς

δραστηριότητες ή/και με το ιδιαίτερο φυσικό υπόβαθρο της περιοχής.

Eπιπτώσεις στις ζωοβενθικές βιοκοινωνίες

Η κατάσταση στην παρούσα δειγματοληψία έδειξε γενική πτώση της βιοπικιλότητας σε

όλους του σταθμούς που ελέγχθηκαν. Ωστόσο αυτό δεν οφείλεται σε αύξηση των ανθεκτικών

ειδών αλλά σε μείωση κάποιων ευαίσθητων ειδών που αντανακλούν συνθήκες του

υποστρώματος και βρίσκονται σημειακά σε υψηλές αφθονίες (φαινόμενο patchiness). Ειδικά

για το σταθμό του ναυαγίου, η σύνθεση των βενθικών ομάδων δείχνει βελτίωση καθώς

εμφανίσθηκε εχινοειδές που δεν υπήρξε προηγούμενα σε όλη την καλντέρα, ενώ αυξήθηκε η

σχέση ομοιότητας του σταθμού του ναυαγίου με το σταθμό SN7 της Θήρας που εμφανίζει τα

τελευταία χρόνια παρακολούθησης υψηλή οικολογική ποιότητα.

Βαρέα μέταλλα στο θαλασσινό νερό

Οι συγκεντρώσεις των βαρέων μετάλλων βρέθηκαν σε όλους τους σταθμούς και

βάθη ιδιαίτερα χαμηλές και παρόμοιες με αυτές που ανιχνεύονται στην ανοιχτή

θάλασσα. Συγκρίνοντας τις τιμές των μετάλλων που μετρήθηκαν κατά τη διάρκεια των 16

δειγματοληψιών που πραγματοποιήθηκαν τα έξη έτη μετά το ναυάγιο, δεν παρατηρήθηκε

κάποια σαφής τάση αύξησης ή μείωσης για κανένα μέταλλο. Δεν διαπιστώθηκε επίσης καμία

επιβάρυνση στο σημείο του ναυαγίου σε σχέση με την υπόλοιπη περιοχή.

Υδρογονάνθρακες στα θαλάσσια ιζήματα

Οι συγκεντρώσεις των αλειφατικών υδρογονανθράκων στα θαλάσσια ιζήματα

ήταν ιδιαίτερα μικρές σε όλα τα δείγματα γεγονός που δείχνει ότι δεν υπήρχαν ίχνη

πετρελαϊκής ρύπανσης στο θαλάσσιο βυθό.

Οι συγκεντρώσεις των πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων (ΠΑΥ)

ήταν επίσης μικρές σε όλα τα δείγματα και αντίστοιχες με αυτές που μετρώνται σε

καθαρές θαλάσσιες περιοχές.

Θαλάσσια ρεύματα

Η κατεύθυνση της ροής των ρευμάτων στην περιοχή όπου ευρίσκεται το ναυάγιο του

Sea Diamond, ήταν προς τα βόρεια-βορειοδυτικά προς τη στένωση ανάμεσα στη Νέα Καμένη

και τη Θήρα. Οι ταχύτητες στα πρώτα 50-60 m ήταν ~3-5 cm/sec, ενώ σημαντική

εξασθένηση παρατηρήθηκε στα βαθύτερα στρώματα.

Υδρογονάνθρακες και άλλες οργανικές ουσίες στο θαλασσινό νερό

Οι συγκεντρώσεις των πετρελαϊκών υδρογονανθράκων στη στήλη του

θαλασσινού νερού κατά τη διάρκεια του 2013 ήταν σε όλες τις περιπτώσεις μικρές και

δεν βρέθηκαν σε κανένα σημείο στοιχεία πετρελαϊκής ρύπανσης.

Σχετικά με τις υπόλοιπες οργανικές ουσίες ανθρωπογενούς προέλευσης δεν

παρατηρήθηκαν σε κανένα σταθμό και βάθος ενδείξεις επιβάρυνσης από το ναυάγιο. Οι

ουσίες που ανιχνεύθηκαν ήταν κυρίως διάφοροι φθαλικοί εστέρες σε συγκεντρώσεις που

είναι αναμενόμενες στις Ελληνικές θάλασσες. Όπως είναι γνωστό οι ενώσεις αυτές

περιέχονται στα πλαστικά και για το λόγο αυτό είναι ευρέως διαδεδομένες στο περιβάλλον.

Ετικέτες: