Αφιέρωμα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων στη Σύρο

  • Δευτέρα, 21 Μαρτίου, 2022 - 06:13

Στο πλαίσιο της ανάδειξης του τεράστιου αρχαιολογικού πλούτου στα νησιά των Κυκλάδων και με αφορμή τις αρχαιολογικές επισκέψεις στα νησιά, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, δημοσίευσε αφιέρωμα για το νησί της Σύρου.

Από την νεολιθική εποχή, έως τους ιστορικούς χρόνους, η Σύρος αποτέλεσε «σπίτι» για πολλούς σημαντικούς οικισμούς, των οποίων η δομή, αλλά και η ιστορική αξία αναδεικνύεται μέσα από την εκτενέστατη αναφορά της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, όπως αυτούσια παρατίθεται παρακάτω.

Προϊστορικές και κλασικές αρχαιότητες

Οι αρχαιότερες ενδείξεις κατοίκησης της Σύρου ανάγονται στην Νεολιθική εποχή. Έχουν εντοπισθεί αρκετές νεολιθικές θέσεις στο νησί που όμως δεν έχουν ερευνηθεί ανασκαφικά. Κηρυγμένοι αρχαιολογικοί χώροι αυτής της περιόδου είναι ακρωτήριο με λείψανα προϊστορικής εγκατάστασης στη θέση «Χοντρά» και ο νεολιθικός οικισμός στη θέση «Τάλαντα».

Οι μεγάλοι σε έκταση και σημασία προϊστορικοί οικισμοί της Σύρου που έχουν ερευνηθεί ανασκαφικά ανήκουν στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού. Πρόκειται για δύο οικισμούς της Πρώιμης εποχής του Χαλκού και ένα νεκροταφείο της ίδιας περιόδου: α) τον οχυρωμένο οικισμό του Καστριού που χρονολογείται στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙΑ (πολιτισμική ομάδα Καστριού, 2.300 – 2000 π.Χ.), β) το νεκροταφείο της Χαλανδριανής που περιλαμβάνει κυρίως τάφους της ΠΚΙΙ περιόδου (πολιτισμική ομάδα Κέρου – Σύρου, 2.700 – 2.300 π.Χ. και γ) τον οικισμό της Χαλανδριανής, κάτω από τον σύγχρονο ομώνυμο οικισμό. Πρωτοκυκλαδικοί τάφοι έχουν ανασκαφεί επίσης στον Άγιο Λουκά ενώ πρωτοκυκλαδικές εγκαταστάσεις έχουν  εντοπισθεί και σε άλλες περιοχές του νησιού (Δελφινονήσι, Σκόπελος, Ατσιγγανόκαστρο).

Η αρχαία πόλη των ιστορικών χρόνων, η οποία παραδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς με το σημερινό της όνομα (Σύρος), ανήκει στις ιωνικές Κυκλάδες και πρώτος οικιστής της αναφέρεται ο Αθηναίος Ιππομέδοντας. Εντοπίζεται με ακρίβεια στη θέση της σημερινής Ερμούπολης, η πυκνή αστική δόμηση της οποίας κάλυψε τα ερείπια της, με εξαίρεση την οχυρωματική κατασκευή στα Πευκάκια (περιοχή «Καταιλύματα») και τμήματα εδωλίων θεάτρου ή ωδείου που διατηρούνται σε υπόγειο σπιτιού της Ερμούπολης.

Οι αρχαιολόγοι L. Ross και Ph. le Bas που επισκέφθηκαν τη Σύρο στο διάστημα μεταξύ 1831 - 1843, αναφέρουν δύο Ιερά γνωστά και από επιγραφές, του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης στα νότια του λιμανιού, και της Αθηνάς Φρατρίας στην περιοχή της Κοίμησης. Το 1855 στην εκσκαφή του Δημοτικού Παντοπωλείου, στη ΝΔ γωνία  της πλατείας Μιαούλη, βρέθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα που αποδόθηκαν είτε σε Βαλανείο είτε σε Ιερό της Ίσιδας. Σε διαφορά σημεία του νησιού έχουν εντοπισθεί επιγραφές, νομίσματα, ανάγλυφα κ.ά που συμπληρώνουν την εικόνα της αρχαίας πόλης της Σύρου.

Κατά τους Γεωμετρικούς χρόνους  αναπτύσσεται η αρχαία πόλη «Γαλησσός» στο σημερινό Γαλησσά που έχει ερευνηθεί ανασκαφικά και έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος. Η πόλη αυτή συνυπήρχε κατά τους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους με την πόλη που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Ερμούπολης.

Εκτός από τους παραπάνω αρχαιολογικούς χώρους, στην ύπαιθρο του νησιού υπάρχουν και άλλα μεμονωμένα μνημεία και αρχαίες θέσεις των ιστορικών χρόνων (πύργοι, αγροικίες κ.α.).

Σημαντικό αρχαιολογικό χώρο αποτελεί η θέση «Γράμματα» στην Απάνω Μεριά που έλαβε το όνομά της από τις σωζόμενες αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που βρίσκονται χαραγμένες πάνω στους βράχους. Πρόκειται για  παρακλήσεις  και αφιερώματα προς τους θεούς που χάραζαν οι ναυτικοί επάνω στα βράχια για την εξασφάλιση της ηρεμίας και της ασφάλειας στα ταξίδια τους.

Αξίζει να αναφερθεί το Φρέαρ «Ελληνικόν» στη θέση Σαν Μιχάλης. Πρόκειται για κυκλικό φρέαρ με λίθινη επένδυση  και διάδρομο αποτελούμενο από λίθινες βαθμίδες το οποίο αναφέρεται από παλαιούς ιστορικούς και μελετητές της Σύρου όπως ο Α. Φραγκίδης, ο F. Aron,  o Τ. Αναστασίου.  Δεδομένου ότι δεν έχει ερευνηθεί ανασκαφικά η χρονολόγησή του δεν μπορεί να είναι ασφαλής. Η λιθοδομή του ωστόσο παραπέμπει σε κτίσματα της κλασικής περιόδου.

Στη Σύρο γεννήθηκε ο φιλόσοφος Φερεκύδης, στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. ο οποίος υπήρξε δάσκαλος του Πυθαγόρα. Σπήλαιο στα νοτιοανατολικά του νησιού που φέρει το όνομα του.

Καστρί - Χαλανδριανή

Το Καστρί και η Χαλανδριανή βρίσκονται στα βoρειoαvατoλικά παράλια της  «Απάvω Μεριάς» της Σύρου, απέναντι από τηv Τήvo και τηv Άvδρo και αποτελούν δύο από τις πιο σημαντικές προϊστορικές θέσεις του Αιγαίου.

Ο ενιαίος αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει τον oικισμό και το νεκροταφείο  της Χαλαvδριαvής, στο οροπέδιο των Χαλάνδρων και την οχυρωμένη ακρόπολη του Καστριού στο απόκρυμνο ομώνυμο ύψωμα.

Στη Χαλανδριανή, κάτω από τον ομώνυμο σύγχρονο οικισμό, έχουν εντοπισθεί λείψανα πρωτοκυκλαδικού οικισμού ο οποίος αν και δεν έχει ερευνηθεί συστηματικά θεωρείται πολύ εκτεταμένος και ίσως ο σημαντικότερος οικισμός του νησιού. Αυτό φαίνεται από τα δεδομένα του νεκροταφείου, του μεγαλύτερου έως τώρα της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στις Κυκλάδες που περιλαμβάνει τάφους της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου (2.700-2.400/2.300 π.Χ.) και ορισμένους μεταγενέστερους, σύγχρονους με τον οικισμό του Καστριού. Έχουν αvασκαφεί περίπου 700 τάφoι με ποικίλα κτερίσματα. Χαρακτηριστικά είναι τα τηγαvόσχημα πήλινα σκεύη με την έντυπη και εγχάρακτη διακόσμηση στα οποία σώζονται πολυάριθμές απεικονίσεις πλοίων, που δείχνουν την ιδιαίτερη σχέση του οικισμού με τη θάλασσα.

Ο οχυρωμένος οικισμός του Καστριού (Ακρόπολη Χαλανδριανής κατά τον Χ. Τσούντα) βρίσκεται στο απόκρημνο ύψωμα Καστρί στα δυτικά του οροπεδίου των Χαλάνδρων, υπολογίζεται σε περίπου 5 στρέμματα και χρονολογείται στην επόμενη ΠΚ ΙΙΙΑ περίοδο (2.300 – 2.200 π.Χ), μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από κινδύνους και  αναταραχές.  Χαρακτηριστική είναι η οχύρωσή του, με το προτείχισμα, το κυρίως τείχος με τους πεταλόσχημους πύργους και ένα τοξοειδές τείχος στην κορυφή του υψώματος. Η δόμησή του είναι πυκνή με μικρά σπίτια που έχουν ένα ή δύο δωμάτια ορθογώνια ή καμπυλόγραμμα. Μεταξύ τους υπάρχουν στενοί δρόμοι που σε μερικές περιπτώσεις είναι βαθμιδωτοί. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του οικισμού φαίνεται ότι έπαιξε η μεταλλουργία. Βρέθηκαν μεταλλικά αντικείμενα (πελέκεις εγχειρίδια, αιχμές δοράτων) καθώς και ένα εντυπωσιακό αργυρό διάδημα με στικτή διακόσμηση, που εικονίζει ανθρώπινες μορφές και μορφές ζώων. Βρέθηκαν επίσης πήλινες χoάνες για την τήξη μετάλλων καθώς και μήτρες από σχιστόλιθο και πηλό για την κατασκευή εργαλείων και όπλων.

Η έρευνα τοποθετείται σε τρεις φάσεις: α) Στο 2ο μισό 19ου αιων. (Γρ. Παπαδόπουλος, Κλ. Στέφανος, R.C. Bosanquet, Χρ. Τσούντας) β) Στη δεκαετία του ’60 (Caskey, E.– M. Bosset, Xρ. Ντούμας, Ν. Ζαφειρόπουλος – Ε. Κακαβογιάννη. γ) Στη δεκαετία του ’90 (Ηekman, Μ. Μαρθάρη)

Η συστηματική ανασκαφή στο Καστρί συνεχίζεται στις μέρες μας από την Αρχαιολογική Εταιρεία δια της  Επίτιμης Δ/ντριας Αρχαιοτήτων Δρ Μ. Μαρθάρη.

Η Σύρος των ιστορικών χρόνων

Η Σύρος, η οποία παραδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς με το σημερινό της όνομα, ανήκει στις ιωνικές Κυκλάδες. Πρώτος οικιστής της αναφέρεται ο Αθηναίος Ιππομέδοντας. Κατά τον 6ο αιών. π.Χ. περιήλθε στην κατοχή της Σάμου. Με το νησί συνδέεται και ο φυσικός φιλόσοφος Φερεκύδης που υπήρξε δάσκαλος του Πυθαγόρα. Μετά τους περσικούς πολέμους η Σύρος εντάχθηκε στην Α΄ και Β΄ Αθηναϊκή συμμαχία. Κατά την Ρωμαϊκή εποχή, μετά την καταστροφή της γειτονικής Δήλου από τον Μιθριδάτη και τους Πειρατές του Αθηνόδωρου (δεύτερο μισό του  1ου αιών. π.Χ), γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη εξαιτίας του σημαντικού της λιμανιού και έγινε κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου.

Η ομώνυμη αρχαία πόλη βρισκόταν στη θέση της Ερμούπολης,  η πυκνή αστική δόμηση της οποίας κάλυψε τα ερείπια της, με εξαίρεση την οχυρωματική κατασκευή στα Πευκάκια (περιοχή «Καταιλύματα») όπου σώζεται τμήμα ισχυρoύ οχυρωματικού περιβόλου που ανήκει πιθανότατα στην ακρόπολη της αρχαίας πόλης. Επίσης τμήματα εδωλίων  θεάτρου ή ωδείου  διατηρούνται σε υπόγειο σπιτιού της Ερμούπολης. Οι αρχαιολόγοι L. Ross και Ph. le Bas που επισκέφθηκαν τη Σύρο στο διάστημα μεταξύ 1831 - 1843, αναφέρουν δύο Ιερά γνωστά και από επιγραφές, του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης στα νότια του λιμανιού, και της Αθηνάς Φρατρίας στην περιοχή της Κοίμησης. Το 1855 στην εκσκαφή του Δημοτικού Παντοπωλείου, στη ΝΔ γωνία  της πλατείας Μιαούλη, βρέθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα που αποδόθηκαν είτε σε Βαλανείο είτε σε Ιερό της Ίσιδας. Οι επιγραφές, τα νομίσματα και τα ανάγλυφα που έχουν βρεθεί κατά καιρούς, συμπληρώνουν την εικόνα της αρχαίας  πόλης.

Στον κόλπο του Γαλησσά στα νοτιοδυτικά του νησιού που χωρίζεται σε δύο απάνεμους όρμους (τον όρμo του Γαλησσά στα Β. και τov όρμο του Αρμεoύ στα Ν), οι ανασκαφές έδειξαν ότι υπήρχε μια δεύτερη αρχαία πόλη, που μάλλον ονομαζόταν  Γαλησσός. Ανάμεσα στους δύο όρμους υπάρχει το ύψωμα της Αγίας Πακούς και το ύψωμα Βουνάκι όπου αναπτύσσεται η αρχαία πόλη στην οποία εντάσσονται δύο οχυρωμένες ακροπόλεις, οικισμός εκτός και εκτός των ακροπόλεων και δύο φυσικά λιμάνια στους όρμους Γαλησσά και Αρμεoύ. Στην κορυφή του υψώματος της Αγίας Πακούς υπήρχε οικοδόμημα κυκλικής κάτοψης (πύργος) πάνω στα λείψανα του οποίου είναι κτισμέvoς o ναός της Αγίας Πακoύς. Από τα ευρήματα φαίνεται ότι η πόλη είχε διάρκεια ζωής από τους γεωμετρικούς ως τους κλασσικούς χρόνους (4oς αιώvας π. Χ.).

Αρχαιολογικό Μουσείο Σύρου

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Σύρου ιδρύθηκε το 1834 και αποτελεί ένα από τα παλαιότερα μουσεία της Ελλάδας. Στεγάστηκε για μικρό χρονικό διάστημα στο Γυμνάσιο κι έπειτα σε ένα κτίριο στο σημερινό Νησάκι. Από το 1899 λειτουργεί σε 4 αίθουσες του δημαρχείου Ερμούπολης. Aρχικά συμπεριέλαβε στην έκθεσή του αντικείμενα από διάφορες περιοχές των Κυκλάδων καθώς και  την αρχαιολογική συλλογή του Ι. Κοκκώνη η οποία αποτελούνταν κυρίως από μαρμάρινες επιγραφές που εντοπίστηκαν στο νησί.  Το 1898 ο Χρ. Τσούντας πραγματοποίησε τις ανασκαφές στον πρωτοκυκλαδικό οικισμό στο Καστρί και τη νεκρόπολη της Χαλανδριανής. Σύσσωμη η τοπική αυτοδιοίκηση αλλά και οι πολίτες της Σύρου διεκδίκησαν οι αρχαιότητες να παραμείνουν στο νησί με αποτέλεσμα να παραχωρηθούν  τέσσερις (4) αίθουσες του νεοκλασικού δημαρχείου Ερμούπολης από τον τότε δήμαρχο Στ. Βαφιαδάκη. Οι αίθουσες διαμορφώθηκαν με βάση τις προδιαγραφές της εποχής, από τον δημοτικό αρχιτέκτονα Δ. Ελευθεριάδη. Μάλιστα, ο ίδιος ο Τσούντας μετέφερε το 1901 ευρήματα από τις ανασκαφές της Χαλανδριανής από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στο νέο  Μουσείο. ‘Έτσι το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σύρου πρωτολειτούργησε σε μια εποχή που η πρωτεύουσα του νησιού έφερε όλα τα χαρακτηριστικά μιας αναπτυγμένης ευρωπαϊκής πόλης. Το ίδιο το δημαρχιακό μέγαρο της Ερμούπολης κατασκευάστηκε το 1876 υπό την επίβλεψη του Ε. Τσίλλερ.

Με τη σταδιακή ίδρυση νέων μουσείων στις Κυκλάδες η έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Σύρου αναδιαμορφώθηκε. Στην κεντρική αίθουσα (αίθουσα 3) παραμένουν εκθέματα από τις Κυκλάδες ( Αμοργό, Κέα,  Άνδρο Πάρο). Στην αίθουσα 1 τα  γλυπτά, οι επιγραφές και οι επιτύμβιες στήλες προέρχονται  από την αρχαία πόλη τη Σύρου και άλλες αρχαίες θέσεις  του νησιού.  Στην αίθουσα 2 εκτίθενται ευρήματα από τις ανασκαφές στο Καστρί και τη Χαλανδριανή. Οι παραπάνω αίθουσες διαμορφώθηκαν το 1960 από τον έφορο αρχαιοτήτων Ν. Ζαφειρόπουλο ο οποίος πρωτοστάτησε στη δημιουργία ξεχωριστών τοπικών μουσείων στα νησιά των Κυκλάδων.

Η τελευταία αίθουσα του μουσείου διαμορφώθηκε το 1998 από την έφορο αρχαιοτήτων Μ. Μαρθάρη με στόχο μια περιοδική τιμητική έκθεση στο έργο του Χ. Τσούντα και παρέμεινε μόνιμα στους χώρους του μουσείου. Η έκθεση φέρει αρχειακό και φωτογραφικό υλικό, ανασκαφικά ημερολόγια και αντικείμενα της καθημερινής εργασίας του ανασκαφέα.