Αναμνήσεις από ένα παιδί της Απάνω Χώρας στο Γυμνάσιο Αρρένων Σύρου τη δεκαετία του ‘50

  • Τρίτη, 31 Δεκεμβρίου, 2013 - 06:10

Γράφει ο Ιωσήφ Στεφάνου

Αρχιτέκτονας - Πολιτικός Μηχανικός, Καθηγητής Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου

Τελείωσα το τριθέσιο δημοτικό της Χώρας . Ήμουν καλός μαθητής; Τι να πω! Τρεις τάξεις έβγαλα με 10 και τρεις με 8 και τούτο γιατί ήμουν πάρα, μα πάρα, πολύ ανορθόγραφος. Σήμερα θα με είχαν χαρακτηρίσει «δυσλεκτικό» και θα είχα ευνοϊκή αντιμετώπιση. Τότε όμως αμέσως μετά την κατοχή ποιος τα ήξερε αυτά.

Έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο Γυμνάσιο. Το Ιστορικό Γυμνάσιο Αρρένων Σύρου. Δέος! Πρώτη ψυχρολουσία το σύριζα κούρεμα. Ο κανονισμός «την δε κόμην κάρα κεκαρμένη». Ο αυστηρός γυμνασιάρχης, ο κ. Πιτσινός, δεν δεχόταν τη δικαιολογία της μαμάς μου που αρνούμενη να με δει χωρίς τις ωραίες μπούκλες μου πρόβαλε τις τελείως αψυχολόγητες και ανύπαρκτες, βέβαια, δικαιολογίες τις οποίες με τόση ευκολία και με τη χαρακτηριστική φολεγανδριώτικη προφορά του επαναλάμβανε στις διαμαρτυρόμενες μανάδες των άλλων, ο αγαθός δάσκαλος Πολυχρονάκης «... για τον Φίφη υπάρχει λόγος. Έχει πλατύ κεφάλι...»

Έτσι αρχίζει η μαθητική θητεία στο Γυμνάσιο. Ένας κουρεμένος, ως νεοσύλλεκτος, μικρόσωμος φοβισμένος μαθητής από άλλο τόπο. Ένα απανωχωρητάκι της κοσμοπολίτικης Ερμούπολης! Σήμερα ίσως φαίνεται τραβηγμένο ή και αστείο τότε όμως...

Τότε η χώρα ήταν πράγματι άλλος τόπος. Οι απανωχωριανοί για τους Ερμουπολίτες, ήταν οι «φράγκοι» και για τις λαϊκές γειτονιές τα «φλαούνια».... Τεράστια απόσταση η απόσταση που χώριζε τους δύο οικισμούς. Αν σκεφτεί κανείς πως ενώ εγώ ανεβοκατέβαινα καθημερινά τρεις φορές στην Ερμούπολη, μανάδες των συμμαθητών μου όταν μια φορά το χρόνο γιόρταζε τον Άγιο Νικόλαο το φτωχό, η ορθόδοξη εκκλησία της Άνω Σύρου και ανέβαιναν στον οικισμό, έφερναν μαζί τους και σταμνάκι με νερό!! Τόσο μακρινή εκδρομή τη θεωρούσαν.

Στην προσπάθεια εγκλιματισμού και κοινωνικοποίησής μου με τους Ερμουπολίτες συμμαθητές μου, μ’ έσωζε το γεγονός ότι ήμουν ταλαντούχος στη ζωγραφική και άρα χρειαζόμουν για εικονογραφήσεις, σκηνικά κ.α. Ήμουν και πολύ καλός μαθητής, έτσι πολύ γρήγορα επέπλευσα και εξελίχθηκα σε δραστήριο μέλος της μαθητικής κοινότητας. Η ανορθογραφία μου όμως ήταν πάντα ένα πρόβλημα. Τα δεκαενιάρια και τα εικοσάρια σε μαθηματικά, φυσική, χημεία, ιστορία κ.α., έχαναν τη λάμψη τους μπρος στα εντεκάρια και δωδεκάρια των ελληνικών.

Στην έβδομη τάξη ήρθε η ανατροπή. Όχι μόνο γιατί κατάφερνα να βάλω επιτέλους μακριά παντελόνια και άρα να νιώθω πως μεγάλωσα, αλλά γιατί στην τάξη αυτή ήρθε φιλόλογος, ένας πολύ προοδευτικός καθηγητής, ο Ζευγώλης, ο οποίος μάλιστα μετά τη διδακτορική διατριβή που τότε ετοίμαζε, έγινε ερευνητής νομίζω στο Ερευνητικό Κέντρο της Ακαδημίας Αθηνών. Ο καθηγητής αυτός, λοιπόν, παράβλεψε το ελάττωμα της ανορθογραφίας μου και επικεντρώθηκε περισσότερο στο περιεχόμενο και τον τρόπο ανάπτυξης της σκέψης μου... και ω του θαύματος, στο πρώτο ήδη τρίμηνο της 7ης είχα στον έλεγχο ελληνικά 17.....πολλές φορές σκέφτομαι πόσο μπορεί μια ανεπαίσθητη αλλαγή να προκαλέσει μια τεράστια έκρηξη. Αυτό ήταν εκτινάχθηκα.

Στο αυστηρό επαρχιακό περιβάλλον οι περιορισμοί που απαιτούσε ο κανονισμός του σχολείου δεν λίγοι. Απαγορεύονταν να κυκλοφορήσει μαθητής χωρίς πηλίκιο, απαγορεύονταν το ποδήλατο εντός πόλης, η κυκλοφορία χωρίς κηδεμόνα μετά τις επτά, ο κινηματογράφος, το θέατρο και ένα σωρό άλλα... Κινηματογράφο βλέπαμε μια δυο φορές το χρόνο με ταινίες Disney ή άλλες θρησκευτικές, τύπου: «Ο Χιτών», «Quo Vadis» κ.λ.π.

Όμως θέατρο κάναμε εμείς ως ογδόη τάξη, όπως είπαμε και τα κάλαντα, φέραμε και μια ταινία «τα παιχνίδια του πολέμου», που όμως εμείς δε μπορούσαμε να δούμε, προκειμένου να μαζέψουμε χρήματα για την μεγάλη εκπαιδευτική εκδρομή στην Πελοπόννησο. Η πρώτη φορά που οι περισσότεροι από εμάς βγαίναμε από τη Σύρο...

Και ήρθε η ώρα της αποφοίτησης, την αποχαιρετιστήρια παράσταση στη μεγάλη αίθουσα του Παρθενώνα η οποία σχεδόν όλα τα χρόνια υπήρξε η τάξη μας, γιατί η χρονιά μου είχε 38 μαθητές, τη θυμάμαι ακόμα, αφού το σκηνογραφικό μου δαιμόνιο, για να κάνει εντυπωσιακή την ανατίναξη στο Κούγκι από τον καλόγερο Σαμουήλ, χρησιμοποίησε χρωματιστά καπνογόνα που μας προμήθευσαν φίλοι από τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, ώστε μέσα στον καπνό να πέσουν τμήματα του σκηνικού που έδειχναν την πυριτιδαποθήκη γερή για να φανούν τα μαυρισμένα μπαρουτοκαπνισμένα ερείπια που είχαν ζωγραφιστεί από πίσω. Βοηθός σκηνογράφου τότε, μια τάξη μικρότερος που μπαρουτοκάπνιζε τα ερείπια ήταν ο αργότερα μεγάλος συριανός ζωγράφος και φίλος Μιχαήλ Μακρουλάκης. Όμως άπειροι από καπνογόνα, φαίνεται το παρακάναμε γιατί χρειάστηκε να εκκενωθεί για λίγη ώρα η αίθουσα από τους επίσημους και τους θεατές γονείς για να αεριστεί και να μπορέσουμε να συνεχίσουμε την παράσταση. Ευτυχώς για μας ήταν πια αργά για να πάρουμε την ανάλογη 3ήμερη αποβολή αφού πλέον τα μαθήματα είχαν ετελειώσει.

Αναφέρθηκα στην τάξη μου, όμως το δυναμικότης δεν ήταν σταθερό. Η εκπαίδευση εκείνο τον καιρό ήταν αυστηρή και απαιτούσε πειθαρχία και σοβαρότητα. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κάθε χρόνο μας ερχόντουσαν από την παραπάνω τάξη ή εκείνοι από εμάς που μας εγκατέλειψαν για την παρακάτω. Ένα σημαντικό ποσοστό μαθητών δηλαδή, έμενε στην ίδια τάξη.

Βγήκε το απολυτήριο.... όταν η μαμά μου πήγε να το πάρει, άκουσε στην είσοδο του Γυμνασίου δύο συμμαθητές μου να λένε.

- βρε, πως θα ‘θελα η μάνα μου να άκουγε για μένα αυτά που θα ακούσει τώρα η κα Βασιλεία για τον γιό της. Ο δε γυμνασιαρχεύων φιλόλογος Νικόλαος Παλαιολογόπουλος που με αγαπούσε πολύ αλλά και με είχε φιλοδωρήσει και με το μοναδικό αλλά αξέχαστο σ’ όλη μου τη ζωή, χαστούκι, της είπε: Κυρία μου, συγχαρητήρια, μαθητής σαν το γιό σας κάθε 50 χρόνια εμφανίζεται στο Γυμνάσιο και πρόσθεσε μ’ εκείνο το αγαπησιάρικο χαμόγελο, που όταν μας το χάριζε ήταν για μας η μεγαλύτερη ανταμοιβή....αν δεν ήταν και τόσο ανορθόγραφος!

Πέρασαν τα χρόνια, οι καιροί δύσκολοι, όμως εγώ αισθανόμουνα πάντα μια σιγουριά, μια βεβαιότητα, ένα καμάρι για τα εφόδια με τα οποία με είχε προμηθεύσει το Ιστορικό Γυμνάσιο. Ούτε που μου πέρασε από το νου πως για να μπω σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα θα πρέπει να βοηθηθώ από φροντιστήριο. Το φροντιστήριο ήταν για μένα κάτι σαν άγνωστη λέξη. Εγώ είχα μπροστά μου επιτυχημένα πρότυπα μαθητών του γυμνασίου μας προηγούμενων τάξεων που είχαν πετύχει σε ανώτατες σχολές. Ο Βαγγελάκης ο Ρούσσος, ένα παιδί που το αδίκησε η φύση σωματικά, αλλά το αντάμειψε πλουσιοπάροχα πνευματικά, σπούδαζε Φιλοσοφία, ο Δημήτρης ο Σιδέρης Ιατρική, οι Αληβιζάτοι, οι Πολυχρονάκηδες, ο Βραχαρήτης και τόσοι άλλοι είχαν κερδίσει το στοίχημα και φοιτούσαν στις μεγάλες σχολές....

Όταν πήγα στο στρατό η παιδεία μου και η Συριανή μου κουλτούρα έπαθαν μεγάλο σοκ. Η χυδαιότητα των προπαιδευτών και το χαμηλό τους επίπεδο, ήταν για μένα κάτι το ανυπόφορο. Νεοσύλλεκτος προπαιδευόμενος με τη στολή αγγαρείας παρουσιάστηκα με το περίσσιο θάρρος της άγνοιάς μου, στον ίδιο το Ναύαρχο της ναυτικής εκπαίδευσης, όχι για να παραπονεθώ αλλά για να του προτείνω ένα ολόκληρο πρόγραμμα επιμόρφωσης και βελτίωσης της ποιότητας ζωής στο στρατόπεδο. Τα έχασε ο άνθρωπος αλλά με άκουσε. Αφού πρώτα μου είπε πως έπρεπε να πάρω ένα μήνα φυλακή, μετά ενέδωσε.

Η σκηνή του θεάτρου και οι πίνακες που στόλιζαν για κάποια χρόνια τη μεγάλη αίθουσα ψυχαγωγίας των προπαιδευόμενων στο Σκαραμαγκά και παριστάνουν την ιστορία του Ναυτικού από την Αργοναυτική Εκστρατεία μέχρι τον τορπιλισμό της Έλλης το ’40, έφεραν την υπογραφή «Στεφάνου εκ Σύρου....». Παράλληλα δούλευα έξω σκηνικά στο Ακροπόλ, τη Λυρική και όλα αυτά με μόνα εφόδια την ελάχιστη εμπειρία μου και την τεράστια εμπιστοσύνη και αυτοπεποίθηση που στα σχολικά μου χρόνια μου είχαν χαρίσει.

Τελειώνοντας το στρατιωτικό διάλεξα για σπουδές μια φοβερή σχολή, την Ecole Nationale Superieure des Beaux Arts. Εδώ βέβαια chercher la fame. Θα έπρεπε να πω διαλέξαμε ή καλύτερα είχε διαλέξει η Ιουλία η σύζυγός μου. Αυτή έκρινε ότι έπρεπε να κάνουμε αρχιτεκτονική όπως και αυτή με έκανε να λατρέψω τη Σύρα. Από τότε η Σύρα πρωταγωνιστεί στα θέματα των σπουδών μου, στην επαγγελματική και ιδιαίτερα στην εκπαιδευτική μου καριέρα. 45 χρόνια στο Πολυτεχνείο, αλλά και στα 15 περίπου ξένα πανεπιστήμια και σε όσα ελληνικά κατά καιρούς έχω διδάξει, δεν νομίζω να υπήρξε μαθητής ή συνάδελφος που να μην άκουσε για τη Σύρα, για την Ερμούπολη, για τη Χώρα.

Έκανα πάρα πολλές σπουδές, ίσως για να κερδίσω ένα στοίχημα με το εαυτό μου όταν κάποτε, μαθητής ακόμα, περνώντας έξω από το Πολυτεχνείο με τη μητέρα μου, αυτή μου το έδειξε και είπε: Αυτό είναι το Πολυτεχνείο. Δες το αγόρι μου απέξω γιατί εμείς δεν έχουμε τα μέσα για να σπουδάσεις σ’ αυτό. Αυτό θέλει πολλά λεφτά, θέλει φροντιστήρια...Μεγάλη πρόκληση. Μαμά, είχα απαντήσει εγώ, σ’ αυτό μια μέρα θα διδάξω ως καθηγητής…. Της το θύμισα όταν, προς το τέλος της ζωής της, προσκεκλημένη σε εκδήλωση αφιερωμένη στη δραστηριότητα και στο έργο του Εργαστηρίου Πολεοδομικής Σύνθεσης που ίδρυσα και διεύθυνα στο ΕΜΠ, δεχόταν από Υπουργούς, Πρυτάνεις και Καθηγητές συγχαρητήρια για την παρουσία του γιού της στο μεγάλο αυτό ίδρυμα.

Τελείωσα την αρχιτεκτονική, έκανα Πολεοδομία στη Σορβόνη. Μετά έκανα τρία διπλώματα σπουδών εμβάθυνσης και τρία Doctorat στα πανεπιστήμια του Παρισιού και του Στρασβούργου. Το τελευταίο το Doctorat d’ etat , το βαρύτερο διδακτορικό δίπλωμα παγκοσμίως που απαιτούσε ελάχιστο 10 χρόνια έρευνας, το έκανα στην Ψυχολογία του Χώρου. Μετά από επτά ώρες υποστήριξης σε μια πενταμελή επιτροπή κορυφαίων καθ’ ύλη αρμόδιων καθηγητών απ’ όλο τον κόσμο, πέρα από τον τίτλο του Doctorat d’ etat μου απένειμαν και μια διάκριση «tres honorable», διάκριση που όπως είπε ο Πρύτανης του πανεπιστημίου του Στρασβούργου, κατά την απονομή, το ως άνω Πανεπιστήμιο είχε 50 χρόνια να τη δώσει σε κάποιον.

Νάτα πάλι τα πενήντα χρόνια.

Αυτή η αναφορά του μ’ έφερε πίσω στην ημέρα του απολυτηρίου στο Γυμνάσιο Αρρένων Σύρου, με οδήγησε εδώ να αποτίσω φόρο τιμής σ’ αυτό το σχολείο σ’ αυτούς τους καθηγητές που μου έδωσαν αυτά τα ισχυρά εφόδια για να φτάσω σε μια νέα διάκριση πενηντακονταετούς υπεροχής.

Πως να μην εκφράζω την ισόβια εκτίμησή του για ένα τέτοιο σχολείο, πως να μην ξεχειλίζω από ευγνωμοσύνη για όλους εκείνους τους καθηγητές που το υπηρέτησαν επάξια και μου εξασφάλισαν τόσο γερές βάσεις για όλες τις εν συνεχεία σπουδές μου. Πώς να ξεχάσω τον Παλαιολογόπουλο, τον Ζευγώλη, τον Χρυσό, τον Κατσιλιέρη, τον Δούκα, τους φιλολόγους μου ή τους μαθηματικούς Καστελάνο και Μακρή, που μου δίδαξαν, την τόσο πολύτιμη για τις θετικές επιστήμες που ακολούθησα, μαθηματική σκέψη; Πόσες φορές στη Γαλλία δε θυμήθηκα τον φυσικό μας τον Ψαρρά και τον Πατσαρίση! Με συγκίνηση θυμάμαι ακόμα και τον θρησκευτικό Αιγινήτη, παρόλο που ως καθολικός δεν παρακολουθούσα το μάθημά του, όπως και τους γυμναστές μας, τον Σταυρόπουλο, τον Λεκανίδη, τον Μαραγκουδάκη. Ως και τις επιστάτριες θυμάμαι με νοσταλγία και κάθε φορά που μπαίνω στο ιστορικό κτίριο του Γυμνασίου, νομίζω πως θα ειδώ να ξεπροβάλλει από καμιά γωνιά η κα Κατίνα και η κα Χαρίκλεια. Την ίδια αγάπη έχω και για τους συμμαθητές μου που μαζί βαδίσαμε το πρώτο υπέροχο μονοπάτι της ζωής, αυτό που οδηγεί πλέον σε πολλαπλές επιλογές και το ηράκλειο δίλημμα του ποιό μονοπάτι να ακολουθήσεις.