Γυμνάσιο Αρρένων Σύρου

  • Παρασκευή, 7 Φεβρουαρίου, 2014 - 06:10

Κύριε Διευθυντά, διαβάζω με πολύ ενδιαφέρον στην «ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ» τις γλαφυρά και εύγλωττα διατυπωμένες αναμνήσεις εκείνων που συνθέτουν το ψηφιδωτό των αποφοίτων του ιστορικού μας Γυμνασίου.

Δικαίως σεμνύνονται πάντες που εφοίτησαν στο Πνευματικό αυτό ίδρυμα για την ιδρυτική και παιδευτική του ιστορίαν, τον ιδρυτή και πρώτον διευθυντή – γυμνασιάρχην διδάσκαλον του Γένους Αρχιμανδρίτη Νεόφυτο Βάμβα, το υψηλής επιστημονικής καταρτίσεως και επαρκείας ως και ακεραίου ήθους εκπαιδευτικό – καθηγητικό προσωπικό, αλλά και για τους απόφοιτους, οι οποίοι σε μεγάλο αριθμό διακρίθηκαν στον κοινωνικό και επαγγελματικό στίβο.

Εξίσου καμαρώνω και ο υπογράφων το κείμενο αυτό, αφού είχα την καλήν τύχη, να γεννηθώ στον «μαργαρίτη» βράχον των Κυκλάδων, την Σύρο και να φοιτήσω στο σχολείο αυτό, το πρώτον σημειωτέον με τον τίτλον «Γυμνάσιον» της Ελλάδος.

Ετελείωσα στη γειτονιά μου, το Δημοτικό της Πέτρας, που στεγαζόταν σε σπίτι μιας η δύο αιθουσών, απέναντι στον Ταρσανά, το έτος 1946 και κατόπιν εξετάσεων επέρασα στο Γυμνάσιο.

Ο δάσκαλος παρ’ ότι μέσα στο έτος, μου είχε σπάσει ένα χλωρό κλαρί στην πλάτη, μάλλον «δι’ ασήμαντον αιτίαν» μετά με υπερηφάνεια και επαίνους με παρουσίασε στα άλλα παιδιά, ως παράδειγμα προς μίμηση.

Φαίνεται ότι, η φοίτηση στο Γυμνάσιο ήταν ένα εγχείρημα που απαιτούσε «αρετήν και τόλμην» αν σκεφθεί κανείς ότι, η τάξη μας του 1951 αριθμούσε περί τα 40 παιδιά από την Σύρο κ άλλα νησιά. Απαιτούσε ακόμη υπολογίσιμη δαπάνη που δύσκολα αντιμετωπιζόταν από τους πολλούς ολιγογράμματους και οικονομικά δυσπραγούντες γονείς, όπως οι δικοί μου.

Ο πατέρας μου (ο Νικολάκης, μικρός το δέμας) ήταν κτίστης και παρ’ ότι ορθόδοξος είχε άριστες σχέσεις στην Πάνω Χώραν, με τους απλούς ανθρώπους μέχρι τους καθολικούς ιερείς και τον Επίσκοπον, αφού είχε κτίσει η επισκευάσει τα μισά σπίτια της Άνω Σύρου και συντηρούσε τον Άγιο Γεώργιο.

Στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων, ο Δον Σίμος ιερέας του Μάννα μας, είχε διαθέσει την κατοχή, το σπίτι του στο Παπούρι, ένα μοναχικό εξοχικό στο βάθος της πράσινης κοιλάδας, όπου είχαμε καταφύγει για την ασφάλεια μας από τους βομβαρδισμούς. Από εκεί κάθε ημέρα κατεβαίναμε στην Χώρα να πάρουμε την φασολάδα, το αραντό η ότι άλλο μοίραζαν τα συσσίτια.

Παρά την πολύμοχθη καθημερινή προσπάθεια του πατέρα μου, η 5λής οικογένεια μας μόλις επεβίωνε.

Ακόμη και αργότερα όταν, εισήλθα στην Σ. Σ. Ευελπιδων, η επιχορήγηση από το σπίτι ανερχόταν το περισσότερον στο πενιχρό ποσόν των 100 δραχμών.

Τα χρόνια του Γυμνασίου.

Τα χρόνια εκείνα για την Πατρίδα μας ήταν πέτρινα.

Ενώ άλλες χώρες βρισκόταν στο επιδόρπιο του γεύματος, μετά την συμμαχική νίκη του Β’ Π. Πολέμου, οι Έλληνες καρφώναμε νέα φέρετρα και μετρούσαμε καινούργια ερείπια. Τότε διαδραματιζόταν ο αλήστου μνήμης Τρίτος Γύρος του εμφύλιου πολέμου.

Το νησί μας μακράν αιματηρών γεγονότων και συγκρούσεων, προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά τις βαριές ανθρώπινες και υλικές – οικονομικές απώλειες της κατοχής.

Παρ’ όλα αυτά τα σχολεία του νησιού λειτουργούσαν απρόσκοπτα με αιχμή του εκπαιδευτικού δόρατος το Γυμνάσιο, που προσέφερε ελληνικό πνεύμα δηλ. γνώση και ήθος.

Οι καθηγητές μας παρά τις ελλείψεις εκπαιδευτικών μέσων, πιστοί στο καθήκον, συνεπείς στο ωράριο τους και πολλές φορές με υπερβάλλοντα ζήλον απέδιδαν το μέγιστον έργο, μας μόρφωναν και μας κέντριζαν το ενδιαφέρον και την αγάπην στη μάθηση.

Εορτές, θεατρικές παραστάσεις, παρελάσεις αθλητικοί αγώνες γυμναστικές επιδείξεις, υποδειγματικές διδασκαλίες με προσκεκλημένους γονείς, ήταν έργο των καθηγητών και των μαθητών βέβαια. Κάποιο ρόλο είχα παίξει και εγώ στο θεατρικό έργο «Παπαφλέσσας» που ανέβηκε στον «Απόλλωνα» με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Βάπτισμα. Ακόμη σε υποδειγματική διδασκαλία του καθηγητή Αιγινίτη, με θέμα τον «Ωριγένη» είχα διακριθεί γιατί είχα πληροφορίες από βιβλία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης.

Το Γυμνάσιο είχε κανονισμούς που καθόριζαν την παρακολούθηση των μαθημάτων (παρουσία, απουσίες), την ευπρεπή εμφάνιση και μαθητική περιβολή (πηλήκιο με το σύμβολο της σοφίας, την γλαύκα) την ψυχαγωγία και διαγωγή των μαθητών εντός και εκτός του σχολείου.

Για την απαρέγκλιτη τήρηση των προβλεπομένων υπήρχε παρακολούθηση και προβλεπόταν ποινές, όπως αποβολές και ενημέρωση των γονέων.

Να αναφέρω ότι, τιμωρήθηκα από τον αείμνηστο Γυμνασιάρχη μας Αντώνιο Ρούσσο με διήμερη αποβολήν, επειδή κυκλοφορούσα στην πλατεία Μιαούλη την 21:30 αντί 21:00 που ήταν το όριο της βόλτας μας. Ο Γυμνασιάρχης ενώ περιπατούσε στο επάνω μέρος της πλατείας με την παρέα του, εκτελώντας φαίνεται συγχρόνως και καθήκοντα «περιπολάρχου» με είδε στο κάτω μέρος (προς τον Μιαούλη) και την άλλην ημέρα στην πρωινή συγκέντρωση, μετά την προσευχή, ανακοίνωσε την ποινήν για τον Γιώργο Μιχαλακέα, με τον οποίο θεωρούμαστε φυσιογνωμικά «αντίγραφο» ο ένας του άλλου.

Εν συνέχεια βέβαια το κακό διορθώθηκε γιατί ανέλαβα την ευθύνη της πράξεώς του.

Να σημειωθεί ότι, η Πλατεία Μιαούλη ήταν ο «ομφαλός» της Σύρου. Με τα περιβάλλοντα αυτήν οικοδομήματα και πρώτον το θαυμάσιο αρχιτεκτόνημα του Δημαρχείου, ήταν μοναδικός ιδανικός χώρος συναντήσεως όλων μας. Οι σαφώς διακρινόμενες κοινωνικές τάσεις και οι ηλικίες των περιπατητών διέθεταν την δική τους πλευρά της πλατείας.

Το αργόσυρτο βήμα των ενηλίκων και ηλικιωμένων (επάνω πλευρά) που συζητώντας «έδιναν λύσεις» στα προβλήματα της Σύρου, της Ελλάδας, αλλά και του κόσμου όλου αν χρειαζόταν, δεν μπορούσε να συγχρονισθεί με το σύντονο και αέρινο βήμα των νέων, οι οποίοι με το αβίαστο γέλιο και την διάθεση για αστεία και πειράγματα δημιουργούσαν άλλες συνθήκες διασκεδάσεως.

Έτσι με τα μαθήματα, τις δραστηριότητες των ναυτοπροσκόπων (αρχηγός ο Γιάννης Παπαδάκης), την λιτή και εγκρατή διασκέδαση με τους αδελφικούς φίλους συμμαθητές (Βαγγέλης Μαρκόπουλος, Μιχ. Κωνσταντινίδης, Στέλιος Μπουγιούρης, Σταύρος Ρουσσέτος κ.α.), τα τραγούδια (χορωδίες, καντάδες), χωρίς συνθήκες καταναλωτισμού και ευδαιμονισμού, περάσαμε χωρίς να το καταλάβουμε το τόσο δα κομμάτι του άναρχου και άπειρου χρόνου που λέγεται μαθητική ζωή.

Του Γυμνασίου απεφοίτησα με τον βαθμό Λίαν Καλώς 18 3/10. Μου έλειψαν 2/10 για το Άριστα, που σημειωτέων είχα επιτύχει στην 7ην τάξη και με είχε γράψει η εφημερίδα μαζί με τους άλλους αριστεύσαντες μαθητές. Οι πολύ καλές επιδόσεις μου υπήρξαν δέσμευση για όλη μου τη ζωή. Στα διάφορα σχολεία (Σ.Σ.Ε, Στρατ. σχολεία, Νομική Σχολή Πανεπ. Αθηνών) στον Στρατόν (Δυνάμεις Καταδρομών) και εν συνέχεια στον ιδιωτικό τομέα που εργάσθηκα (κυρίως στον Όμιλο Λάτση) η υπηρεσία μου υπήρξε ευδόκιμος με βαθμολογία Λ. Καλώς έως Άριστα.

Στην τελευταίαν τάξη του Γυμνασίου μας απασχόλησε η σκέψη για το μέλλον, όχι βέβαια βασανιστικά, αφού η απέραντη θάλασσα ήταν μια παραδοσιακά ανοιχτή και φιλόξενη αγκαλιά για όλους μας. Επαγγελματικός προσανατολισμός και σχετική ενημέρωση δεν υπήρχε.

Η πλειονότης των μαθητών είχε ήδη επιλέξει και αποφασίσει το ναυτικό επάγγελμα από καιρόν. Πλην ολίγων και εμού, που δεν το είχα βάλει βαθιά στην καρδιά μου και όταν είδα το Πάσχα ένα Εύελπι στη Σύρο με την εντυπωσιακήν στολήν των βυζαντινών χρωμάτων (του κίτρινου και του βαθέος μπλε) και των χρυσών κομβίων, ρώτησα, έμαθα και το 1952 εισήλθα στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (Σ.Σ.Ε)

Το όνειρο της μητέρας μου (της Παρασκευής) να δει τουλάχιστον ένα από τους δυο γυιούς της καπετάνιο ήταν πεπρωμένο να μείνει απραγματοποίητο. Την απασχολούσε δε τόσο ώστε και όταν ήμουν Ταγματάρχης των ιστορικών και ηρωικών Δυνάμεων Καταδρομών (ΛΟΚ) κάποτε μου είπε: Παιδί μου δεν γινόσουν καπετάνιος!

Στην επαγγελματική μου ζωήν με ελάχιστους Συριανούς συνεργάσθηκα ή συναντήθηκα, όπως με τον διακεκριμένον Συνταγματάρχη Ιωάννη Παπουτσά, ως Διοικητήν του Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, τον Αλέκο Μάσχα ως βοηθόν του καθηγητή Λιτζερόπουλου στην έδραν του Ενοχικού Δικαίου της Νομικής Σχολής. Πάντα όμως στην μνήμη μου διατηρούσα τους φίλους, τους συμμαθητές, τα γεγονότα και το νησί μας.

Παρ’ ότι στην στρατιωτική επετηρίδα ήμουν στις πρώτες θέσεις και η προοπτική για άνοδο στην στρατιωτική ιεραρχία πολύ καλή, αποστρατεύτηκα τη αιτήσει μου ως Αντισυνταγματάρχης με σκοπό μα εργασθώ στον ιδιωτικό τομέα και να υπηρετήσω μετά το Ιδανικό της Πατρίδος και το ιδανικό της οικογένειας (σύζυγος Μαρία καθηγήτρια Γαλλικής, τέσσερα (4) τέκνα και εν συνέχεια ένδεκα (11) εγγόνια)

Περαίνοντας, ελπίζω στο κείμενο αυτό, κάποια ή κάποιο στοιχείο να είναι χρήσιμο για την πατριδογνωσία των νεοτέρων συμπατριωτών μας, που δεν πρέπει να ξεχνούν και την προτροπή του ποιητή, αλλά και ημών που προηγηθήκαμε:

«Καλότυχε, που σ’ έφερε η μοίρα

στου παλατιού την πόρτα τη χρυσή

θυμήσου αυτούς, που σ’ άνοιξαν την στράτα

και πάσχισαν, για να διαβείς εσύ!»

Ευχαριστώ για την φιλοξενίαν

Θεόδωρος Ν. Σαρτζετάκης

Ανώτερος Στρατιωτικός ε.α