ΓΥΜΝΑΣΙΟ: Οι αναμνήσεις μου
- Παρασκευή, 28 Φεβρουαρίου, 2014 - 06:10
Τελείωσα το Δημοτικό στο Ρολόι, όπου στην τελευταία τάξη είχαμε εκτός των άλλων και τον διευθυντή του σχολείου τον κ. Σβούρο. Διατηρούσε το Μετεωρολογικό Σταθμό στο σπίτι του πηγαίνοντας προς τον Άγιο Δημήτριο αριστερά, μετά τη διασταύρωση του αμαξωτού δρόμου προς το Βροντάδο, ο οποίος τότε δεν υπήρχε.
Κάναμε πολύ γέλιο όταν κάποτε μας είπε ότι θα έρθει μια εποχή που θα λέμε «πάμε στο φεγγάρι για καφέ». Και όμως να που πήγαμε!!!
Άλλος δάσκαλος ήταν ο κύριος Κουβούσης. Πέφταν χαστούκια όταν κάναμε διαολιές ή ήμασταν αδιάβαστοι.
Η κυρία Πιπίτσα, έβαζε τιμωρίες και αποφεύγαμε τις κακοτοπιές. Στα διαλείμματα ήταν το πανηγύρι. Κάναμε πατινάζ στην πάνω αυλή. Παίρναμε φόρα και κυλούσαμε στο σκονισμένο μωσαϊκό, καταστρέφοντας τις σιόλες μας τουλάχιστον κάθε δεκαπέντε μέρες. Όταν μου βάλανε πεταλάκια κυλούσα καλύτερα, αλλά οι σιόλες απ’ την πρώτη βδομάδα λιώσανε. Είχαμε κι ένα συμμαθητή, γεροδεμένο παιδί και όταν τον χαστούκισε ο δάσκαλος του το ανταπέδωσε. Μετά από χρόνια μάθαμε ότι έγινε καπετάνιος...
Και ήλθε η ώρα να μπούμε στο Γυμνάσιο.
Έγιναν προφορικές εξετάσεις - γνωριμίας μάλλον - και όταν ο γυμνασιάρχης κ. Ρούσσος ρώτησε ποια παιδιά έχουν σφεντόνα, πετάχτηκε ο Τομαής (τον λέγαμε γάτα) και είπε «εγώ κύριε».
Έγινε χαμός. Όλοι αντιληφθήκαμε το σφάλμα του και κάναμε ένα χαρακτηριστικό σφύριγμα, ρουφώντας αέρα στα δόντια μας. Και τι κάνεις παιδί μου (κοιτάζει τον κατάλογο) Τομπή με την σφεντόνα; Αμέσως πήρε στροφές το μυαλό του και είπε: σκοτώνω κύριε ψάρια.
Ο κύριος Ρούσσος γέλασε, ξεθαρρέψαμε κι εμείς και γελούσαμε περισσότερο για το Τομπή. Χρειάστηκε ο χάρακας να βροντήσει στην έδρα για να ηρεμήσουμε.
Ο Τομαής διέπρεψε στην Αμερική και είχε 4 εστιατόρια.
Αυτό γινόταν στη μεγάλη αίθουσα των εκδηλώσεων που άνοιγε ένα διαχωριστικό και γινόταν
διπλάσια. Είναι αυτή που έχει τοιχογραφία τον Παρθενώνα.
Γίναμε λοιπόν γυμνασιόπαιδα με την χρυσή κορώνα στα πηλίκια μας και τα χρυσά σιρίτια αναλόγως την τάξη 1,2,3 κλπ.
Είμαστε η τελευταία σειρά του εξαταξίου. Μας ακολουθούσε το οκτατάξιο και ο φόβος μας ήταν μη τυχόν και μείνωμε στην ίδια τάξη και φορέσωμε «βρακοζώνες» στα πηλίκιά μας. (Το οκτατάξιο, είχε ασημιά σιρίτια στα πηλίκια και τους λέγαμε «βρακοζώνες». Είχαμε περιορισμούς στην ώρα κυκλοφορίας και στα Δημόσια Θεάματα άνευ κηδεμώνος.
Έτσι ειρηνικά περάσανε οι πρώτες τάξεις του γυμνασίου, πάντα όμως τα σύννεφα του πολέμου και της δικτατορίας κυριαρχούσαν στις συζητήσεις των γονέων μας. Για να ξεκαθαρίσει η «ήρα» από το «σιτάρι» -άνωθεν εντολή - ο Γυμνασιάρχης μας είπε να γραφτούμε στην ΕΟΝ ή στους προσκόπους. Γράφτηκα στους προσκόπους, αλλά πριν καν προφτάσω να ορκιστώ, οι φαλαγγίτες της ΕΟΝ εισέβαλαν στη λέσχη μας, που ήταν στο Δημαρχείο, κατέστρεψαν τα πάντα και υποχρεωθήκαμε να γίνωμε σκαπανίτες οι μικροί και φαλαγγίτες οι μεγαλύτεροι.
Τότε ερχόταν για διάβασμα στη βιβλιοθήκη του γυμνασίου, ο διάκος Μονογυιός. Δεν τα πήγαινε καλά με το Δεσπότη (τον Φιλάρετο) κι έμεινε για πάντα διάκος, ενώ ήταν ο μοναδικός με σωστή άρθρωση και όλοι ομολογούσαν ότι λέει το καλύτερο Ευαγγέλιο.
Σαν οικογενειακός φίλος, κάποια μέρα μου έθεσε ένα ερώτημα:
«Στα διαλείμματα συζητώντας μεταξύ σας μήπως έχεις προσέξει ποια λέξη λέτε συχνά;». Δεν ήξερα, και μου έθεσε προθεσμία. Όταν με ξαναρώτησε, πάλι δεν ήξερα. «Θα στην πω εγώ και θέλω αύριο να μου πεις αν την άκουσες.».
Και μου είπε την λέξη!!! Ήταν τρομερό! Τότε κατάλαβα ότι σε όλες τις κουβέντες μας, σε όλους τους τόνους λέγαμε τη λέξη «π….ης». «Είδες ο π….ης τι έκανε; Βρε τον π….η! Άντε ρε π….η, αλήθεια λες ρε π….η, ή ο π….ης ο Α έκανε αυτό ή είπε εκείνο». Το έλεγα κι εγώ γι’ αυτό δεν ήξερα ν’ απαντήσω. Με συμβούλεψε να μην το ξαναπώ και τα κατάφερα.
Αν ο διάκος βρισκόταν σήμερα σε συναναστροφές θα άκουγε το «μαλάκας». Μοντέρνα πράγματα.
Και ξέσπασε ο πόλεμος. Οι νικηφόροι αγώνες μας εναντίον των καταδρομέων Ιταλών, τα κλάματα για το θάνατο του δικτάτορα, η επέμβαση των Γερμανών, η κατοχή στη Σύρο η πείνα, το θανατικό, η δυστυχία το πούλημα κειμηλίων οικογενειακών ή χρυσαφικών για ένα κομμάτι ψωμί, περιγράφονται από άλλους.
Στο σχολείο δεν βλέπαμε την ώρα να σχολάσωμε να μπούμε στη σειρά με ένα πιάτο αλουμίνιο ή κατσαρόλι να πάρωμε την κουταλιά αραντό μ’ ένα κομμάτι παρμεζάνα που ο Ιταλός στρατιώτης με μεγάλη φειδώ μας χορηγούσε.
Επειδή γινόταν χαμός στην πίσω αυλή που ήταν η κουζίνα, φέρνανε στην κάθε τάξη το καζάνι με τις ανάλογες μερίδες όπου κάποια εθελόντρια κυρία μας σερβίριζε το μαυροζούμι ή την πολέντα (όπως την λέγανε οι Ιταλοί) αραντό το λέγαμε εμείς.
Μπαίναμε στη σειρά, κάθε μέρα και μια θέση πιο μπροστά ώσπου γινόμαστε πρώτοι και την επόμενη τελευταίοι.
Εκείνη τη μέρα ήμουν τελευταίος με τον Πέτρο Ρούσσο. Χαζεύαμε στη τζαμαρία.
Σε κάποιο σημείωμά μου που κρατούσα σαν ημερολόγιο είδα αργότερα ότι ήταν 12 Μαΐου και 12
η ώρα προφανώς του ‘43. Είδαμε λοιπόν δυο αεροπλάνα να ‘ρχονται από τα λειβάδια, τα Λαζαρέτα δηλαδή, πολύ χαμηλά προς την πόλη. Έριξαν 2-3 βόμβες στο κατάστρωμα του Ιταλικού φορτηγού πλοίου που ήταν αραγμένο περίπου εκεί που είναι τώρα ο σταθμός των επιβατών. Είδαμε τους φορτοεκφορτωτάς να πηδούν στη θάλασσα. Προφανώς οι βόμβες ήσαν ισχύος χειροβομβίδας και δεν έκαναν ζημιά. Όμως η μπαταρία (πυροβολαρχία) που ήταν εγκατεστημένη στους μύλους άρχισε να βροντά.
Οι μαθηταί κατατρομαγμένοι έτρεχαν για το ισόγειο, που το θεωρούσαμε καταφύγιο. Μπατάρισε και το καζάνι χύθηκε το αραντό γλιστρούσαν όσοι το πατούσαν, γλίστρησε και η κυρία και εγώ με τον Πέτρο αφού είδαμε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, γεμίσαμε τα κατσαρόλια μας πριν πάμε και μείς στο ισόγειο.
Δεν θυμάμαι ποιους καθηγητάς είχαμε στις πρώτες τάξεις. Όμως όλοι τους μας αγαπούσαν μας έδιναν συμβουλές να αγαπάμε την πατρίδα να σεβόμαστε τους μεγαλυτέρους και να γίνωμε χρήσιμοι και τίμιοι πολίτες. Ο καθηγητής που μας έκανε αρχαία, είχε σθένος με το συντακτικό, ώστε στις εκθέσεις και στις συζητήσεις να εκφραζόμαστε σωστά. Ο κ. Παλαιολογόπουλος επίσης αρχαία. Ο κ. Αβούρης φορούσε φακούς λόγω βαριάς μυωπίας και δεν ξέραμε που βλέπει. Μας έκανε θρησκευτικά όμως το χαστούκι έπεφτε όταν δεν προσέχαμε.
Είχαμε τον κ. Τάντουλο στα μαθηματικά και ομολογώ ότι το Πυθαγόρειο θεώρημα το κατάλαβα πολύ αργότερα, όταν το είδα σχεδιασμένο στο χαρτί. Ο κύριος Μάλης μας έκανε Φυσική και Χημεία και μόλις ελευθερωθήκαμε είδαμε στα κάγκελα του μπαλκονιού του την Αγγλική σημαία. Ο κ. Κανάκης όμως ήταν η λατρεία μας. Όταν τον είχαμε πρώτη ώρα Αρχαία και δεύτερη Νέα, δεν βγαίναμε διάλειμμα. Ιδίως όταν μας έλεγε για τα καμώματα των Θεών του Ολύμπου (όπως τα λέει ο Τσιφόρος στην Ελληνική Μυθολογία του) επικρατούσε άκρα ησυχία και ακινησία στην τάξη.
Σε κάποιο διάλειμμα μεταξύ των δυο ωρών ανοίγει η πόρτα, προβάλλει ο κ. Ρούσσος, κάνει το σταυρό του και ξανακλείνει.
Είχαμε στα Γαλλικά την Αθηνούλα Πισία, που παντρεύτηκε με Ιταλό αξιωματικό και έζησε στο Μιλάνο. Σαν γειτόνισσα είπε στην μητέρα μου ότι θα μείνω επανεξεταστέος. Με πήγαν για ιδιαίτερα μαθήματα στην μαντάμ Μπαρκλέ με αμοιβή, που λόγω πληθωρισμού κατέληξε ένα τσιγάρο και αφού δεν υπήρχε δυνατότητα αναπροσαρμογής, όποτε πήγαινα για μάθημα της πήγαινα ένα κουμάρι νερό στερνίσιο, που το ‘ριχνε αμέσως στα λουλούδια της. Με έστρωσε και δεν έμεινα. Κάναμε και conversation. “Que nous donneront aujourd' hui les epiciers Αντωνάκη mon enfant? Ήταν το ενδιαφέρον της εποχής.
Είχαμε και τον Don Σιγάλαστα Λατινικά Dum spiro spero ή Regina rosas amat. Μας έκανε και Γαλλικά όταν έφυγε η κ. Πισία, ολόκληρο βιβλίο Paul et Virgine, και αυτός ήθελα να εκφραζόμαστε σωστά. Δεν θα ξεχάσω το « ερωτώμενοι διατί, απαντώμεν διότι.»
Ο κύριος Σταυρόπουλος της γυμναστικής, όπου στο τέλος του χρόνου κάναμε επιδείξεις, στο γυμναστήριο πάνω στα Πευκάκια. Ερχόταν όλη η Σύρα αφού δεν υπήρχαν ευκαιρίες να περάσουν την ώρα τους. Εκεί δίπλα ήταν κι ένα καφενείο του Μαντέκα που έδινε παραστάσεις ο Καραγκιόζης.
Ας μην ξεχάσωμε τον κυρ - Ανδρέα (επιστάτης) που μας έδινε χαρά κτυπώντας το κουδούνι για
διάλειμμα και το κουλούρι με 50 λεπτά για κολατσιό (αυτό βέβαια προ κατοχής).
Κάπου το 1942 μας είπε ο κ. Ρούσσος να παρακολουθήσωμε μαθήματα Ιταλικής και πήγαμε στη σχολή απόρων όπως την έλεγαν τότε. Τώρα λέγεται Βαρδάκειος. Παρακολούθησα μόνο τρεις μήνες και μπορούσα να συνεννοούμαι αφού καθημερινά ακούγαμε τους Ιταλούς να συζητούν μεγαλοφώνως. Πηγαίναμε και σε θεατρικές παραστάσεις που διοργάνωναν οι Ιταλοί. Σε μια από αυτές, παρουσιάζονται τρία άτομα. Διηγείται ο ένας μάλλον σαν αίνιγμα.
Non e mio fratello, non e mia sorella e figlio di mio padre e di mia madre, qui e? Ο δεύτερος το επαναλαμβάνει και το κατανοεί, ο πρώτος λέγει "Ιο sono". Ρωτούν και το χαζούλη τον τρίτο - αφού το επανέλαβε κι αυτός - ποιος είναι; Και δείχνει τον πρώτο που είπε "Ιο sοnο".
Δυστυχώς όταν έμαθε ο πατέρας μου ότι ο κ. Ρούσσος μας επέβαλε να γραφτούμε είπε: τη γλώσσα των κατακτητών θα μάθουν τα παιδιά; Αυτό ήταν. Δεν ξαναπήγα.
Αρχίσανε όμως να εμφανίζονται τα Αγγλικά αεροπλάνα όλο και πιο τακτικά και για το φόβο των Ιουδαίων όπως λένε, κλείσανε τα σχολεία.
Το Γυμνάσιο λειτουργούσε σαν φροντιστήριο με τους εναπομείναντες καθηγητάς, αφού όσοι τα κατάφεραν πήραν απόσπαση για τα χωριά τους για να επιζήσουν. Ο κ. Ρούσσος στην Αμοργό, ο κ. Ζώρζος και ο κ. Ακύλας του θηλέων στη Σαντορίνη, άλλος στη Φολέγανδρο. Κάναμε μαθήματα σ’ ένα σπίτι απέναντι στην είσοδο της σχολής των freres, στριμωγμένοι σ’ ένα δωμάτιο. Τα κορίτσια σε διπλανό που μας χώριζε ένα μπαγδαντί (=ξύλινος σκελετός σοβαντισμένος). Σε κάποια στιγμή κάποιος από τα αγόρια έσπρωξε με δύναμη το μπαγδαντί. Σείστηκε ολόκληρος ο τοίχος. Ακούστηκαν στριγκλιές από τα κορίτσια δίπλα, που νόμισαν ότι έγινε σεισμός. Ίσως αυτό να ήταν η αιτία που μας παραχώρησαν αίθουσα οι freres, στην οποία δώσαμε εξετάσεις ως κατ’ οίκον διδαχθέντες, ενώπιον επιτροπής καθηγητών που ήλθαν από την Τήνο.
Αν κάπου δεν τα είπα με ακρίβεια ζητώ συγγνώμη, μα έχουν περάσει από τότε 70 χρόνια.
Και μια φωτογραφία της τελευταίας τάξεως. Βέβαια το Γυμνάσιο το ξεκινήσαμε περισσότεροι, που λόγω του πολέμου πήγαν με τις οικογένειες τους στα γύρω νησιά για να ζήσουν.
Όπως φαίνεται και στη φωτογραφία 4 παιδιά τελειώσαμε το Γυμνάσιο με κοντά παντελονάκια.
Όλοι Συριανοί. Μόνο ο Στιβαρός κι ο Χρυσάφης ήσαν ξένοι, ήσαν δε οι γονείς τους δικαστικοί εν Σύρω. Τη φωτογραφία τη βρήκα στην έκδοση «Συριανά Γράμματα», στο τεύχος 14, όπου γράφει ο Χρυσάφης κάποια πράγματα της εποχής.
Αντώνης Γαβαλάς
Συνταξιούχος υπάλληλος Εμπορικής Τραπέζης.
- Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
Διαβάστε ακόμα
- Θα μας "ταξιδέψει" στο διάστημα
13 Δεκ. 2024 - 6:16 - Χαρασσώνας
12 Δεκ. 2024 - 6:12 - “Ασκήσεις Τρυφερότητας”
11 Δεκ. 2024 - 10:56 - Πάρος: Χριστουγεννιάτικο Κυνήγι Θησαυρού από τον Ναυτικό Όμιλο "Ναϊάς"
10 Δεκ. 2024 - 10:07 - Βρέθηκε άγαλμα σε σκάμμα του φυσικού αερίου
9 Δεκ. 2024 - 19:49