ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ

110 Χρόνια από τον θάνατό του

Πάντα «ζωντανός» και πάντα επίκαιρος
  • Παρασκευή, 7 Μαρτίου, 2014 - 06:10
  • /   Συντάκτης: Μαίρη Ρώτα

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1836 και πέθανε στην Αθήνα το 1904.

Οι γονείς του ανήκαν σε πλούσιες και αριστοκρατικές οικογένειες Χίων εμπόρων, οι οποίες εγκατέλειψαν το νησί μετά την καταστροφή το 1822. Ο πατέρας του Δημήτριος Ροΐδης, καταγόταν από ένα κλάδο παλιάς αθηναϊκής οικογένειας που τον 17ο αιώνα κατέφυγαν στη Χίο και είχαν πλουτίσει με το εμπόριο. Η μητέρα του Κορνηλία καταγόταν από οικογένεια Ροδοκανάκη. Χιώτες και οι Ροδοκανάκηδες, διατηρούσαν έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς οίκους στο Λιβόρνο.

Στη Σύρο πέρασε τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του ο Εμμανουήλ. Έπειτα, στα 1841, όταν ο πατέρας του ανέλαβε τη διεύθυνση ενός μεγάλου εμπορικού οίκου στη Γένοβα, ο μικρός Ροΐδης γνώρισε την Ιταλία. Εκεί γεύτηκε για πρώτη φορά το μπελκάντο και γνώρισε την τέχνη του θεατρίνου.

Το 1849 οι γονείς του τον έστειλαν στη Σύρο, όπου η πλατιά και στέρεη παιδεία του (γλωσσική, ιστορική, φιλολογική) θεμελιώθηκε στο Λύκειο Χρήστου Ευαγγελίδη.

Ο Ευαγγελίδης διέγνωσε το συγγραφικό ταλέντο του μαθητή του και τον παρότρυνε να εκδίδει, μαζί με τον συμμαθητή του Δημήτριο Βικέλα, το περιοδικό «Μέλισσα». Στο Λύκειο Ευαγγελίδη διδάχθηκε, ο Ροΐδης εκτός από άριστα Ελληνικά και εμπορική αλληλογραφία. Η διδασκαλία αυτού του Λυκείου είχε ιδιαίτερη σημασία στην συγγραφική εξέλιξή του.

Και όπως γράφουν οι ειδικοί: «...ο λόγος του έχει μια θαυμαστή οικονομία, λεκτική λιτότητα και επιγραμματικότητα. Ο Ροΐδης αποστρέφεται τη φλυαρία, τη συναισθηματικότητα, την επιτηδευμένη ωραιολογία. Κι όπου φαίνεται ότι χάνεται σε λεπτομέρειες, το κάνει εσκεμμένα, για να παραπλανήσει τον αναγνώστη και να τον κεραυνοβολήσει με κάποιο λεκτικό εύρημα. Είναι ο αριστοτέχνης της λεξιτεχνίας και της ευφυολογίας».

Το 1855 πήγε στο Βερολίνο, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Ιάσιο της Ρουμανίας και εργάσθηκε στο εμπορικό κατάστημα του θείου του Δημητρίου Ροδοκανάκη. Τότε άρχισε να μεταφράζει το «Οδοιπορικόν» του Σατωβριάνδου. Ο θείος του, (οι τότε έμποροι υπηρετούσαν τον Κερδώον και τον Λόγιον Ερμήν) τον έπεισε να έλθει το 1860 στην Αθήνα και να εκδώσει το έργο του. Αργότερα συνόδευσε τους γονείς του στην Αίγυπτο. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, μαζί με την μητέρα του, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Ο Ροΐδης ήταν πρωτίστως δημοσιογράφος. Στην εποχή του διαμόρφωσε το δημοσιογραφικό ύφος, που διέκρινε τους κορυφαίους της ελληνικής δημοσιογραφίας.

Το Έργο του Ροΐδη

Ο Ροΐδης είχε μια συγγραφική πολυπραγμοσύνη! Όσοι ασχολήθηκαν και σχολίαζαν το έργο του διερωτώνται αν ο Ροΐδης ήταν Μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, μεταφραστής, λογοτέχνης, κριτικός, σχολιαστής, ευθυμογράφος; Ο Ροΐδης άσκησε τη γραφή και τη συγγραφή υπηρετώντας πολλά και διαφορετικά είδη του λόγου, αφήνοντας να διαφανεί ο προσωπικός του τόνος που διέφερε, ανάλογα με το θέμα. Του άρεσε να σχολιάζει την πολιτική κατάσταση της εποχής του, την κοινωνία κ.α. Το 1875 εκδίδει την πολιτική εφημερίδα «Ασμοδαίος» και γράφει με το ψευδώνυμο «Λύγξ», (που είναι ένα από τα 30 ή 33 ψευδώνυμα) που φαίνεται να χρησιμοποιούσε ο Ροΐδης. Στην εφημερίδα του σχολίαζε τους πολιτικούς, τα κόμματα, τραπεζίτες και εμπόρους. Σε ένα κείμενό του: «Γεννηθήτω φως» στήριζε ανοιχτά τον Χαρίλαο Τρικούπη. Έγραψε πολλά άρθρα και στην εφημερίδα «Ώρα». Το 1880 διορίζεται έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Παράλληλα είναι μέλος της σημαντικής επιτροπής δύο σπουδαίων περιοδικών: «Εστία» και «Παρνασσός» και ως το τέλος της ζωής του συνεργάστηκε με πολλά ακόμη φιλολογικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής.

Αξιόλογα κείμενα

Από τα ωραιότερα γραπτά κείμενα του Ροΐδη, που έχουν εκδοθεί από το Ίδρυμα Ουράνη, είναι: «Το παράπονο του Νεκροθάπτου», «Άγιος Σώστης», «Ψυχολογία Συριανού Συζύγου», «Ιστορία ενός σκύλου», «Η τιμή των γυναικών» και πολλά ακόμη που αναφέρονται σε «Συριανά Διηγήματα». Σπουδαίο έργο του είναι και η «Μηλιά» που είχε δημοσιευθεί στην «Ακρόπολι» το 1896. Στο έργο του ανήκει πληθώρα άρθρων και μελετών, όπου, σύμφωνα με τη γνώμη των ειδικών: «διακρίνεται στον γραπτό του λόγο η βαθιά του πολυμάθεια και η ικανότητά του να κινείται με ευχέρεια μέσα σε μια ποικιλία θεμάτων». Στο μεταφραστικό του έργο, (εκτός από το «Οδοιπορικό» του Σατωβριάνδου), μετέφρασε ακόμα έργα των ξένων συγγραφέων Πόε, Φεγιέ, Μακώλεϋ κ.α. «Ιστορία της Αγγλίας», «Ιστορία της Αγγλικής λογοτεχνίας» κ.α.

Γλωσσικές Μελέτες

Η ανάμιξη του Ροΐδη στο γλωσσικό ζήτημα εγκαινιάστηκε με τα κείμενά του «Πάρεργα», «Το ταξίδι του Ψυχάρη» και τα «Είδωλα». Σ’ αυτά τα έργα του κάνει την κριτική του για τη γλώσσα. Ιδιαίτερα με τα «Είδωλα» φάνηκε ο ζήλος του με τον οποίον υποστήριξε τη λαϊκή γλώσσα (τη δημοτική) όπως πολλοί της εποχής του. Ήταν ένθερμος και μαχητικός υπέρ της δημοτικής... ο ίδιος όμως έγραφε στην καθαρεύουσα.

Σε μια ομιλία του στον «Παρνασσό» είχε προσπαθήσει να δικαιολογήσει την ασυνέπειά του... «καθότι εκ ξένης γης ελθών εις την Ελλάδα, έμαθα την γλώσσαν εν τοις βιβλίοις, στερηθείς του δημοτικωτάτου πάσης γλώσσης λαού».

«ΠΑΠΙΣΣΑ ΙΩΑΝΝΑ»

Το 1866 ο Εμμανουήλ Ροΐδης δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Πάπισσα Ιωάννα», που προκάλεσε τόσο θόρυβο και σκανδαλισμό, ώστε το βιβλίο να «βραβευθεί» με αφορισμό της Ιεράς Συνόδου, πράγμα που συνετέλεσε περισσότερο στην προβολή του. Βέβαια δέχθηκε σφοδρές επικρίσεις ο Ροΐδης και απάντησε με επιστολές του θέλοντας να τονίσει ότι δεν επιθυμούσε, με τίποτα να σατηρίσει ή να ταχθεί εναντίον της θρησκείας.

Ο καθηγητής Π. Μουλλάς ερεύνησε και μελέτησε το «Ροΐδειο» έργο και μεταξύ άλλων γράφει: «…Ευρωπαϊστής ο Ροΐδης, μοναδικός στυλίστας, διανοούμενος, ενεργός πολίτης. «Περίσσευε» στην εποχή του, της έπεφτε πολύς...» Νομίζω ότι το 2014 ανήκει δικαιωματικά στον Συριανό Ροΐδη.