Λουκής Λάρας

  • Πέμπτη, 1 Σεπτεμβρίου, 2016 - 06:10

Ένα βιβλίο που τυπώθηκε από τον Συριανό και σπουδαίο Έλληνα Δημήτριο Βικέλα.

Πρόλογος: «Όσοι Έλληνες ζήσανε στην Αγγλία πολύ εύκολα θα καταλάβουν τις διηγήσεις του Χιώτη που παρουσιάζεται στο βιβλίο με το όνομα Λουκής Λάρας.

Πάρα πολλές φορές άκουσα αυτόν τον άνθρωπο να διηγείται περιπέτειες που πέρασε όταν ήταν νέος. Στη γεροντική του ηλικία τον παρακίνησα να γράψει ο ίδιος αυτά που μας έλεγε. Η προσπάθειά μου δεν πήγε χαμένη. Όταν πέθανε, πριν από χρόνια, βρέθηκε ανάμεσα στα άλλα έγγραφα του και ένα πακέτο χειρόγραφα κι επάνω μια ταινία που έγραφε το όνομά μου. Τώρα αυτά τα γραπτά τα τυπώνω εγώ σήμερα σε βιβλίο και εύχομαι όσοι θα το διαβάσουν να αποκομίσουν σωστή και ενδιαφέρουσα γνώση της εποχής του 1821 – 1822, όπως άκουγα κι εγώ τις προφορικές διηγήσεις του γέροντα…συγγραφέα»

Δημήτριος Βικέλας

Η περιγραφή του Λουκή Λάρα αφορά τη ζωή και την εμπορική επιτυχία του ίδιου και τις οικογένειάς του στη Χίο και στη Σμύρνη. Οι δουλειές τους πήγαιναν πάρα πολύ καλά και παντού ακούγονταν ένα πολύ καλό όνομα για την τιμιότητα, την ειλικρίνεια, τη γνώση και την άριστη συμπεριφορά τους. Στις αρχές του 1821 ο Λουκής ήταν είκοσι χρόνων. Επειδή πολλοί έμποροι είχαν ανοίξει καταστήματα στο Λονδίνο και πήγαιναν πολύ καλά, ο Λουκής άρχισε να μαθαίνει Αγγλικά, ώστε μαζί με τον θείο του να συνεχίσουν την επιτυχημένη εμπορική εργασία τους στο Λονδίνο….και γράφει: «Οι μέρες περνούσαν, ο καιρός διάβαινε, αλλά έξαφνα, χωρίς να το περιμένουμε, όλα τα σχέδιά μας, οι ελπίδες μας, τα όνειρα αναποδογυριστήκαν. Μετά τον Μάρτιο του 1821, τουφεκισμοί άρχισαν ν’ ακούγονται τις νύχτες και να τρομάζουν όλες τις οικογένειες.

Γιατί οπλίστηκαν οι Τούρκοι στη Σμύρνη; Γιατί ταξίδεψαν με όπλα στη Χίο; Γιατί;;; Οργισμένοι, μανιασμένοι άρχισαν να σφάζουν και να λεηλατούν και να πωλούν τους Έλληνες για να γίνουν σκλάβοι.

Αυτός ο μεγάλος «σεισμός» που έγινε στην Τουρκία, οφείλεται στην Επανάσταση των Ελλήνων στην Πελοπόννησο και στα νησιά Ύδρα και Σπέτσες…Τα νησιά μας με τον στόλο τους πήραν μέρος στον αγώνα και βοήθησαν να στεριώσει και να διαδοθεί η Επανάσταση…

Οι Τούρκοι για να πνίξουν αυτή την Επανάσταση και να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες, άρχισαν τις καταστροφές, τις σφαγές και τους εξανδραποδισμούς….

Η Χίος καταστρέφεται

Η θάλασσα γέμισε Τουρκικά πλοία. Ο στρατός τους πλημμύρισε την πόλη. Οι σφαγές και οι λεηλασίες γενικεύθηκαν. Η πόλη δεν ήταν αρκετή να ικανοποιήσει τη λύσσα των Τούρκων που περίμεναν χρόνια αυτή την ώρα. Έτσι ξεχύθηκαν και στην εξοχή. Κρυφτήκαμε όπου μπορούσαμε. Οι Τούρκοι ερήμαζαν τα πάντα. Μέρα με τη μέρα πλησίαζαν το καταφύγιό μας…Ποτέ αγαπητέ μου φίλε, να μη βρεθείς σε τέτοιες στιγμές. Να σε φυλάει ο Θεός. Φύγαμε για να σωθούμε. Ζούσαμε συνέχεια με τον τρόμο στην καρδιά. Τα είχαμε χάσει. Τελικά ο πατέρας μου αποφάσισε να στείλει έναν γνωστό του χωρικό να φύγει με το γαϊδούρι του, αφού του έδωσε λίγα χρήματα να πάει στα δυτικά του νησιού μήπως υπήρχε κάποιο πλοίο από τα Ψαρά που είναι κοντά στην ακτή της Χίου. Είχαμε ακούσει ότι σ’ ένα μικρό λιμανάκι έρχονται μικρά πλοία και βοηθούν όσους Χιώτες καταφέρνουν να φθάσουν ως εκεί. Ήταν μακριά βέβαια, αλλά ξεκινήσαμε περπατώντας….ώσπου φθάσαμε στα Μεστά, ένα χωριό οχυρωμένο σαν φρούριο. Μας καλοδέχτηκαν, μας βοήθησαν, μας πρόσφεραν και φαγητό οι κάτοικοι και μείναμε εννιά μέρες εκεί μαζί με άλλες δυο οικογένειες. Τούρκοι δεν είχαν φανεί, ώσπου έφθασαν τα καινούργια νέα από κατατρομαγμένους ανθρώπους που είπαν πως οι Τούρκοι είχαν φθάσει κάπου εκεί κοντά και σκότωσαν παιδιά. Να φύγωμε, να φύγωμε λέγανε οι γυναίκες και τα παιδιά έκλαιγαν….

Φύγαμε από το χωριό πρωί, πρωί. Που πηγαίναμε; Περπατούσαμε γρήγορα σχεδόν τρέχοντας για να φθάσουμε στο λιμανάκι, αλλά…νύχτωνε. Εκεί που σταματήσαμε λίγο για ξεκούραση μας είδε μια γριούλα. Ήταν εκεί στην πόρτα του μικρού της σπιτιού και μας φώναξε. Ελάτε εδώ, χριστιανοί μου, να σας κρύψω.

Τρέχαμε όλοι κι ακολουθήσαμε την καλή γριούλα. Ο Θεός τη φώτισε. Σ’ αυτήν χρωστάμε τη σωτηρία μας, τη ζωή μας. Πίσω από το σπιτάκι της ήταν ένας στάβλος.

Σ’ αυτό τον στάβλο μας πήγε και μας έκρυψε. Τις αγελάδες, που έμεναν εκεί, τις είχαν αρπάξει οι Τούρκοι. Όταν έκλεισε η πόρτα του στάβλου η μυρουδιά από τις κοπριές αλλά….τι να κάνουμε; Η γριούλα μας έφερε και νερό καθαρό και σύκα.

Κρυμμένοι και σιωπηλοί ακούγαμε τους Τούρκους που περνούσαν κι έψαχναν να βρουν τους Χριστιανούς να τους σκοτώσουν. Έσφαζαν, λεηλατούσαν…κι εμείς περιμέναμε με αγωνία παρακαλώντας το θεό να μη μας ανακαλύψουν. Ώσπου το δεύτερο ή τρίτο βράδυ είχαν σταματήσει οι φωνές των Τούρκων. Αλλά, ξαφνικά, έξω από την πόρτα του στάβλου ακούσαμε τη βροντερή φωνή ενός Τούρκου που είπε: Δεν ρίχνομε μια ματιά σ’ αυτή την αποθήκη, να δούμε τι έχει; Κάναμε το σταυρό μας, μείναμε στη γωνιά και σταμάτησαν κι οι αναπνοές μας. Άνοιξε την πόρτα ένας Τούρκος με άγρια μορφή. Στο ένα χέρι κρατούσε σπαθί και στο άλλο ένα λυχνάρι. Πίσω του Τούρκοι κοίταζαν μήπως δούνε κάτι. Χίλια χρόνια να ζήσω, αυτή τη στιγμή δεν την ξεχνώ. Ο Τούρκος κάνει ένα βήμα να προχωρήσει αλλά πατάει σε μια λακκούβα με κάτουρα και κοπριές από αγελάδες. Αρχίζει τις βλαστήμιες και φωνάζει δυνατά: «Μόνο βρωμιές είναι εδώ. Δεν υπάρχει τίποτα, πάμε να φύγωμε».

Η πόρτα έκλεισε με θόρυβο κι οι Τούρκοι φύγανε. Μας λυπήθηκε ο Θεός! Μέσα μας νοιώσαμε πως μας προστατεύει. Πήραμε θάρρος. Δυνάμωναν οι ελπίδες μας». Και…βγήκαν αληθινές.

Στο επόμενο άρθρο: Έφθασαν στο λιμάνι της σωτηρίας! Σώθηκαν από τις σφαίρες των Τούρκων και έφθασαν στην Τήνο και στη Σύρο όπου έζησαν… τη χαρά και την επιτυχία της εργασίας και του εμπορίου.

Ετικέτες: