Της Μαρίας Ρώτα

Τούρκικες λέξεις για τρίτη φορά

  • Πέμπτη, 26 Σεπτεμβρίου, 2019 - 06:12
  • /   Eνημέρωση: 26 Σεπ. 2019 - 7:21

Ευχαριστώ θερμά τους κυρίους και τις κυρίες, αναγνώστες και αναγνώστριες της “ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ”, που μου ζήτησαν να γράψω ακόμη ένα άρθρο που να αναφέρεται, όπως και τα δύο προηγούμενα, σε τούρκικες λέξεις που... έγιναν ελληνικές. Ομολογώ ότι και εγώ είχα την απορία όταν άκουγα ή διάβαζα κάποιες λέξεις που δεν μου ταίριαζαν στην ελληνική διάλεκτο. Ο καθηγητής Γλωσσολογίας κ. Γ. Μπαμπινιώτης ενδιαφέρθηκε για την καταγωγή λέξεων που χρησιμοποιούμε εμείς οι Έλληνες σήμερα. Αυτά τα ερμηνευτικά λεξικά του κατατοπίζουν τον αναγνώστη για την ιστορία αρχαίας Ελληνικής γλώσσας και της “περιπέτειες” και την προέλευση, αλλά και την καταγωγή λέξεων που χρησιμοποιούμε σήμερα και μιλώντας και γράφοντας. Συνεχίζουμε τις λέξεις της Τουρκικής προέλευσης και καταγωγής.

Μαχαλάς: (συνοικία). Είναι η λαϊκή γειτονιά, μια συνοικία, ένα τμήμα μιας πόλης κάπως διαφορετικό. Η παροιμία έλεγε: κάθε τόπος και ζακόνι κάθε μαχαλάς και τάξη, δηλαδή κάθε περιοχή έχει τις δικές της συνήθειες, τα δικά της ήθη και έθιμα. (Τουρκ. Mahale). Ζακόνι: σλαβική λέξη, ελληνικά = συνήθεια.

Ντελάλης: (διαλαλητής – φωνάζει δυνατά). Είναι αυτός που έχει επάγγελμα να διαλαλεί. Αναφέρει μια είδηση, ένα γεγονός να γίνει γνωστό στην κοινή γνώμη με έντονο και ιδιαίτερα εντυπωσιακό τρόπο... Βγήκε πριν από τον ήλιο, για να διαλαλήσει τα μαντάτα, δεν κρατά μυστικά και διαλαλεί (φωνάζει δυνατά) ότι του εμπιστεύονται. (Τουρκ. Tellal).

Ντουβάρι: (τοίχος) Καταστράφηκε το σπίτι. Έπεσε το ταβάνι και έμειναν μόνο τα ντουβάρια. Η λέξη ντουβάρι σημαίνει και βλάκας, ανόητος, αυτός που είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως, ανόητος. Λέει μια φράση: αυτό το παιδί δεν μαθαίνει γράμματα, είναι ντουβάρι. (Τουρκ. Duvar).

Παπούτσι: (υπόδημα = προστατευτικό, δερμάτινο περικάλυμμα των ποδιών). Είναι κατασκευασμένο από δέρμα, ύφασμα ή συνθετική ύλη και φοριέται για να ντυθεί το πόδι. Το παπούτσι (το υπόδημα) είναι ανδρικό, γυναικείο, παιδικό, αθλητικό κ.α. Ακούγεται συχνά η φράση: τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια. Άλλη φράση: παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι και μπαλωμένο. (αυτό σημαίνει ότι είναι καλλίτερα να παντρεύεται κανείς άνδρα ή γυναίκα από τον τόπο του και όχι ξένο). Είναι μια παλιά παροιμία. (Τουρκ. Papuc).

Πιλάφι: (ρύζι). Το πιλάφι είναι φαγητό από ρύζι βρασμένο με διάφορα μπαχαρικά. Σερβίρεται ως συμπλήρωμα σε διάφορα πιάτα με κρέας κ.α. (Τουρκ. Pilav).

Σιντριβάνι: (τεχνητός πίδακας) του οποίου το υδραυλικό σύστημα εκτοξεύει νερό σε διάφορα ύψη. Συνήθως κατασκευάζεται (αναφέρουν) για διακόσμηση σε διάφορους χώρους που έχει λίμνη κ.α (Τουρκ. Sadrivan)

Ντιβάνι: (κρεβάτι ή κλίνη) χαμηλό και στενό κρεβάτι που ίσως μοιάζει με καναπέ (χωρίς να έχει στήριγμα για την πλάτη), είναι μόνο για έναν άνθρωπο να ξαπλώσει και να κοιμηθεί. (Τουρκ. Divan)

Σόι: (καταγωγή – γένος): Είναι η οικογένεια από την οποίαν κατάγεται κάποιος άνθρωπος και ανάλογα με την συμπεριφορά του ή την εξυπνάδα του ή τις δραστηριότητές του, συχνά λέγεται: την εξυπνάδα την πήρε από το σόι της μάνας του ή την δραστηριότητα του και η η διάθεση για δουλειά είναι από το σόι του πατέρα του ή τι σόι παιδί ειν' αυτό; Δεν ακούει κανέναν ή αν κάποιος είναι ευγενής τον κρίνουν: είναι από ευγενικό σόι. Και το αρνητικό: Χαρά σ' το σόι του. (Τουρ. Soy)

Ταραμάς: (αυγοτάραχο): Είναι ένα ορεκτικό που παρασκευάζεται από διατηρημένη μάζα αυγών; από διάφορα ψάρια του γλυκού νερού και οι άνθρωποι το καταναλώνουν, συνήθως, τις ημέρες της νηστείας. Με ταραμά, φτιάχνονται και ταραμοκεφτέδες και ταραμοσαλάτα όπου προσθέτουν λεμόνι και ψίχα ψωμιού. (Τουρκ. Tarama)

Τσάντα: (δερμάτινο σακίδιο ή πλαστικό ή υφασμάτινο) σε διάφορα σχήματα με χειρολαβές, όπου μέσα τοποθετούνται διάφορα πράγματα, όταν φύγει κανείς από το σπίτι (Τουρκ. Canta).

Χαμάλης: (ο αχθοφόρος): είναι αυτός που κάνει τις δύσκολες κουραστικές δουλειές. Η λέξη χρησιμοποιείται σε φράσεις όπως: αυτός έκανε τον χαμάλη κι άλλοι κέρδιζαν τη δόξα...κ.α (Τουρκ. Hamal).

Φαράσι: (φτυάρι) είναι μικρό φτυάρι από μέταλλο ή πλαστικό που χρησιμοποιείται για το μάζεμα των σκουπιδιών. (Τουρκ. Faras)

Χαρτζιλίκι: (μικρό χρηματικό ποσό) που δίνεται ως δώρο ή χρηματική βοήθεια, συνήθως σε πρόσωπο μικρής ηλικίας για τα καθημερινά του μικροέξοδα. Το νέο παιδί διασκέδαζε με τους φίλους του, έχοντας το χαρτζιλίκι του μπαμπά. (Τουρκ. Harclik)

Τσαντίρι: (σκηνή) είναι ένα πρόχειρο κατάλυμα με τέντα στηριγμένη σε μεταλλικούς ή ξύλινους στύλους (κοντάρια). Συχνά ακούγεται: Τα τσαντίρια των τσιγγάνων. Άλλο όνομα, αντίσκηνο ή τέντα. (Τουρκ. Cadir).

Καϊκι: (βάρκα) μικρό θαλασσινό σκάφος που κινείται με κουπιά ή με μηχανή ή και με πανί. (Τουρκ. Kayik).

Ντουλάπι ή Ντουλάπα: (Ιματιοθήκη). Το έπιπλο που κλείνει με πόρτα και χρησιμοποιείται για τη φύλαξη των ρούχων. Το ντουλάπι είναι ξύλινο ή μεταλλικό, που κλείνει με πορτάκι. Εκεί μέσα τοποθετούνται τρόφιμα, σκεύη διάφορα της κουζίνας κ.α (Τουρκ. Dolap).

Κουβάς: (κάδος – αγγείο) Στρογγυλό δοχείο, τσίγκινο ή πλαστικό με χερούλι που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά νερού (Τουρκ. Kova)

Κοτζάμ: (τεράστιος πελώριος) ολόκληρος – μεγάλος. Ακούγεται: δεν ντρέπεσαι κοτζαμ άνδρας να κλαίγεσαι γι' άσχημα πράγματα; (Τουρκ. Kocam ή kocaman, που σημαίνει πολύ μεγάλος).

Κουμπαράς: (δοχείο χρημάτων). Είναι μικρό κουτί που μέσα φυλάσσονται λίγα χρήματα και συνήθως ανοίγεται με κλειδί. (Τουρκ. Kumbara = ταμιευτήρας χρημάτων).

Γλέντι: (διασκέδαση) Είναι η μεγάλη διασκέδαση σε γιορτές με φαγητό, ποτό τραγούδι και χορό. Τρικούβερτο γλέντι στήσανε στο γάμο τους (ακούγεται από φίλους) (Τουρκ. Eglence)

Νομίζω ότι χρειάζεται για την ιστορία των λέξεων να παρατηρηθεί ότι μερικές λέξεις της ελληνικής ζωής είναι δάνεια που πέρασαν τόσο βαθιά στη γλώσσα μας και από άλλες χώρες της Ευρώπης είναι αρκετές φυσικά από την Τουρκία.

Τούρκος > Turk και Τουρκία > Τurkiye

Μαρία Ρώτα

 

Ετικέτες: