Διακρίσεις και κολακευτικές κριτικές για το ντοκιμαντέρ «Κύθνος, μνήμες προγόνων» μέσα από τη συμμετοχή του σε διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ

«Η παράδοση συγκινεί τους ανθρώπους του εξωτερικού»

Συνέντευξη του σκηνοθέτη Γιάννη Σπηλιόπουλου στην «Κοινή Γνώμη»

Ολοένα και περισσότερους θαυμαστές σε όλο τον κόσμο αποκτά σταδιακά ο -μέχρι σήμερα άγνωστος στο ευρύ κοινό- πολιτισμός της Κύθνου, μέσω μίας κινηματογραφικής παραγωγής που διαγράφει εξαιρετική πορεία σε διεθνή φεστιβάλ, προσελκύοντας το ενδιαφέρον και αγγίζοντας τις ευαίσθητες χορδές κριτικών και θεατών.

Με ελάχιστα μπάτζετ, πολύ μεράκι, γνώση και μεγάλη βοήθεια από το Σύλλογο Φίλων Αρχαιολογικού Μουσείου Κύθνου, το ντοκιμαντέρ του Γιάννη Σπηλιόπουλου «Κύθνος, μνήμες προγόνων. Παραδοσιακές πρακτικές στο διάβα του χρόνου» κάνει αισθητή την παρουσία του σε σημαντικές διοργανώσεις του εξωτερικού.

Η επιτυχία της ταινίας δικαιώνει στο έπακρο τις προσπάθειες των κατοίκων για την ανάδειξη του τόπου τους μέσα από δράσεις που φιλοδοξούν να διατηρήσουν και να διαδώσουν την πολιτιστική κληρονομιά και παράδοση του νησιού.

Το ντοκιμαντέρ αναφέρεται στις παραδοσιακές πρακτικές από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα των ανθρώπων του νησιού, στην παραγωγή των κύριων προϊόντων του, μέλι, κρασί, τυρί, κριθάρι.

Φωτεινές στιγμές στην κινηματογραφική διαδρομή του αποτελούν, έως τώρα, το πρώτο βραβείο που απέσπασε στο Andromeda Film Festival της Τουρκίας και η συμμετοχή του στο Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών του Λονδίνου. Εκεί, κατάφερε να μπει στη λίστα των 12 φιναλίστ από 36 συνολικά ντοκιμαντέρ, τα οποία διαγωνίστηκαν στη σχετική κατηγορία. Εκκρεμεί η ψηφοφορία του κοινού για να καταστεί γνωστή η τελική θέση που θα λάβει. Επιπλέον, σημειώνεται πως η ταινία επιλέχτηκε να προβληθεί και στο Helan Hong Golden Tree International Film Festival, στην Κίνα.

Ο Γιάννης Σπηλιόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε κινηματογράφο, φωτογραφία και σκηνοθεσία. Συνεργάστηκε με όλα τα τηλεοπτικά κανάλια σε παραγωγές σειρών, εκπομπών και ντοκιμαντέρ. Έχει εργαστεί σε κινηματογραφικές ταινίες ως διευθυντής φωτογραφίας ενώ σημαντική ήταν η συνεργασία του με την ΕΡΤ για τη λειτουργία του πρώτου ψηφιακού στούντιο στην Ελλάδα.

Στις υπηρεσίες του νησιού

Σε συνέντευξή του στην «Κοινή Γνώμη», ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Κύθνος, Μνήμες Προγόνων» αναφέρεται τόσο στη σχέση του με το κυκλαδίτικο νησί όσο και στην απόφασή του να αφιερώσει, μετά τη συνταξιοδότησή του, τον χρόνο του στην παραγωγή ταινιών, που θα εστιάζουν σε διαφορετικές πτυχές του τόπου.

«Εγώ είμαι «ερωτικός μετανάστης» στο νησί. Η γυναίκα μου ήταν από την Κύθνο. Έτσι τη γνώρισα και την αγάπησα, γιατί είναι ένα πραγματικά πανέμορφο νησί με πολύ ωραίους ανθρώπους, αρκετά οργανωμένο σε σχέση με τον πληθυσμό του και το εύρος του, καθαρό, περιποιημένο, με πάρα πολλές παραλίες».

Η Κύθνος αποτελεί για τον ίδιο αστείρευτη πηγή έμπνευσης καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Ωστόσο, ο κ. Σπηλιόπουλος δεν κρύβει την ιδιαίτερη αγάπη του στα πανέμορφα σκηνικά που προσφέρουν η άνοιξη με τις καταπράσινες και ανθισμένες εκτάσεις και ο χειμώνας με το μαγικό φως, που διευκολύνει το έργο του και προσδίδει στα πλάνα μία ξεχωριστή γοητεία.

Το γεγονός ότι το νησί δε διέθετε μέχρι πρότινος οπτικοακουστικό υλικό κατάλληλο για να ακουστούν ευρέως το όνομα και οι χάρες του, όπως του αξίζει, γέννησε στον κ. Σπηλιόπουλο την επιθυμία να ασχοληθεί προσωπικά με την προβολή της Κύθνου, αξιοποιώντας την τέχνη που γνωρίζει καλά και αγαπά.

«Πέρα από κάποιους ταξιδιώτες που τραβούσαν διάφορα ερασιτεχνικά βιντεάκια, ή κάποιες λήψεις με drones, η Κύθνος δεν είχε κάτι που να δείχνει προς τα έξω την πολιτιστική κληρονομιά του. Ο κ. Γιώργος Βενετούλιας έχει κάνει πάρα πολύ καλή δουλειά στο νησί, εκδίδοντας βιβλία και σώζοντας με τη σειρά του τη λαϊκή παράδοση και τον πολιτισμό του νησιού. Ωστόσο, το οπτικοακουστικό υλικό είναι πολύ πιο δυνατό μέσο και μπορεί να διαδοθεί ευκολότερα στο εξωτερικό. Κακά τα ψέματα, πολλά νησιά και ειδικά τα μικρά, έχουν εσωστρέφεια. Όλα τα υπέροχα πράγματα που κάνουν εκεί οι άνθρωποι, δυστυχώς δεν περνούν τα όρια του τόπου. Αυτό ήταν που με παραξένεψε και με ώθησε στο να ξεκινήσω κάτι τέτοιο».

Ο πρώτος λόγος στην παράδοση

Το ντοκιμαντέρ εστιάζει περισσότερο στα βασικά προϊόντα του νησιού από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα. «Πάνω στο θέμα τοποθετείται ο καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Αλέξανδρος Μαζαράκης - Αινιάν και στο τέλος κάθε ενότητας του ντοκιμαντέρ μιλούν τα νέα παιδιά που έχουν κάνει σύγχρονες δουλειές στο νησί. Για παράδειγμα, μέσα στα δύο τελευταία χρόνια, εμφιαλώθηκε το πρώτο νησί στην Κύθνο και άνοιξε το πρώτο τυροκομείο».

Η ταινία άνοιξε πρώτη τον κύκλο των παραγωγών με «πρωταγωνίστρια» την Κύθνο. Ο κ. Σπηλιόπουλος έχει προγραμματίσει ήδη τα μελλοντικά ντοκιμαντέρ. Το επόμενο θα αφορά στις ξερολιθιές, ενώ θα ακολουθήσουν ανάλογες δουλειές για τα πανηγύρια και τα επαγγέλματα που έχουν χαθεί.

«Έχω κάνει ήδη κάποιες συνεντεύξεις και γενικά, προσπαθώ να καταγράφω τα πάντα. Οι μεγάλοι άνθρωποι σιγά-σιγά χάνονται. Πρέπει να προλάβεις. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις απέναντί σου έναν παππού ή μια γιαγιά που σου αφηγείται τι συνέβαινε πριν από πάρα πολλά χρόνια. Κι αυτό να μπορείς να το μεταφέρεις στη μεγάλη οθόνη».

Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, η επιτυχία του ντοκιμαντέρ δεν είναι τυχαία. «Στην Ελλάδα διατηρούμε ακόμα τις παραδόσεις, ενώ στο εξωτερικό αυτές έχουν χαθεί, ειδικά στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Τα βλέπουν και πραγματικά τρελαίνονται. Εγώ δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι μια δουλειά που την έκανα σχεδόν μόνος μου (δημοσιογραφική έρευνα, λήψεις, σκηνοθετική επιμέλεια κ.). θα μπορούσε να βραβευτεί. Πραγματικά έμεινα έκπληκτος από το πόσο καλά πηγαίνει το ντοκιμαντέρ, που σημαίνει ότι τα θέματα αυτά συγκινούν τους ανθρώπους του εξωτερικού».

«Οικογενειακή υπόθεση»… η δημιουργία

Ο κ. Σπηλιόπουλος έχει ζήσει μια καλή ζωή μέσα από τη δουλειά του κινηματογραφιστή. Έχει δει πολλά, έχει ταξιδέψει σε αρκετές χώρες, έχει κάνει ντοκιμαντέρ ταινίες, εκπομπές στην τηλεόραση, σαν διευθυντής φωτογραφίας και σκηνοθέτης. Όπως μαρτυρά, οι διακρίσεις δεν αποτελούν ζητούμενο για τον ίδιο. «Με ενδιαφέρει περισσότερο ότι ένα ντοκιμαντέρ γίνεται δεκτό για να προβληθεί και να το δει κόσμος. Το αν θα βραβευτεί  ή θα βγει δέκατο, δε με απασχολεί καθόλου».

Τα ντοκιμαντέρ γυρίζονται με την πολύτιμη βοήθεια του Συλλόγου Φίλων Αρχαιολογικού Μουσείου Κύθνου. «Αυτός υποστηρίζει και την ίδρυση του Μουσείου και παράλληλα δράσεις για τη διατήρηση της πολιτιστικής παράδοσης του νησιού. Αυτές οι δουλειές γίνονται μέσω της οικονομικής βοήθειά τους. Και το ενδιαφέρον είναι ότι με ένα ντοκιμαντέρ, κόστους 2.000-3.000 ευρώ «συναγωνιζόμαστε» άλλες δουλειές που έχουν στοιχίσει από μερικές χιλιάδες μέχρι εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Αυτό για μένα είναι τεράστια επιτυχία».

Χάρη στην τρέλα του για τη δουλειά του κινηματογραφιστή, ο κ. Σπηλιόπουλος επένδυσε ένα ποσό και απέκτησε τον δικό του εξοπλισμό. «Έτσι, δεν έχουμε ανάγκη να νοικιάσουμε μηχανήματα. Οι ηχολήπτες που τους δίνω το μπουμ, είναι όλοι διάφοροι φίλοι, οι οποίοι βρίσκονται σε κάποιο γύρισμα. Κι έτσι γίνονται τα ντοκιμαντέρ, πραγματικά με το τίποτα. Και μου αρέσει να παίζονται απέναντι σε ντοκιμαντέρ που έχουν κοστίσει ακριβά».

Όπως εξηγεί, οι άνθρωποι του νησιού είναι πολύ πρόθυμοι να βοηθήσουν στο κομμάτι της δημιουργίας, από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο. «Οι παππούδες τρελαίνονται να μου μιλήσουν. Κι όταν τους βρίσκω, τους ρωτάω τα πάντα. Για τα παραμύθια του νησιού, για τις νεράιδες που έχουμε στην Κύθνο και διάφορα πράγματα που καταγράφω, έχω και θα χρησιμοποιήσω τη δεδομένη στιγμή. Στις συνεντεύξεις πάντα χρειάζεται μια τεχνική γιατί δεν μπορείς να πεις στον άλλο «κάτσε κάτω και πες τα μου». Θέλει μια επαφή. Οι άνθρωποι δεν είναι γνώστες του αντικειμένου. Είναι αγρότες, κτηνοτρόφοι,  επαγγελματίες στην εστίαση ή μπαρμπάδες οι οποίοι έχουν πάρει σύνταξη, μεγάλοι άνθρωποι 90-95 χρονών, τετραπέρατοι που τα έχουν χίλια. Τα λένε τέλεια, αλλά χρειάζεται να τους δώσεις χρόνο να θυμηθούν. Οπότε οι συνεντεύξεις είναι χαλαρές για να μπορούν κι εκείνοι να βγάλουν τον πραγματικό τους εαυτό. Πάρα πολλές φορές, αν δεν προσέξει, οι άνθρωποι αλλοιώνονται μπροστά στον φακό. Είναι άλλοι είναι πριν ανοίξεις την κάμερα και διαφορετικοί, όταν αρχίσεις να καταγράφεις».