Της Μαρίας Ρώτα

Χριστουγεννιάτικη ημέρα!

  • Πέμπτη, 8 Δεκεμβρίου, 2022 - 06:12
  • /   Eνημέρωση: 8 Δεκ. 2022 - 7:22

Αυτές τις γιορτινές ημέρες θα τις περάσουμε, όλοι μαζί ξανά με οικογένεια και φίλους. Μικροί και μεγάλοι φροντίζουμε αυτή τη χρονιά να είμαστε καλά και να ζήσουμε πολύτιμες στιγμές χαράς και ηρεμίας με τους φίλους και την οικογένειά μας. Ήταν το 1949, όταν ένας πατέρας είχε διηγηθεί στους αγαπητούς φίλους του, τι του είχε συμβεί τις Χριστουγεννιάτικες μέρες. Η κόρη του η Αγγελικούλα ήταν άρρωστη στο κρεβάτι. Ο πατέρας της είχε βαθειά απελπισία γιατί ήταν το μόνο αγαπημένο πλάσμα που του είχε απομείνει στη ζωή ύστερα από το θάνατο της γυναίκας του. Είχε καταφύγει στους γιατρούς τότε, μα κανείς δεν βοήθησε την μικρή κόρη του και έμενε αθεράπευτη. Δεν υπήρχε καμιά παρηγοριά για τον πατέρα της που αγαπούσε τόσο πολύ την κορούλα του. Καθισμένος στα πόδια του κρεβατιού της κορούλας του, την κοιτούσε με βαθειά απελπισία, όλη τη νύχτα. Και ξαφνικά, μέσα στα χαράματα, της αυγής, ξέσπασαν χαρούμενοι ήχοι και γέμισαν τον αέρα, φέρνοντας στους ανθρώπους το μεγάλο μήνυμα. Η μέρα των Χριστουγέννων είχε ξημερώσει. “Αλληλούια!” Αντηχούσαν . Η Αγγελικούλα άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τον πατέρα της. Ακούς πατέρα; τον ρώτησε. Ναι παιδί μου είναι ο θόρυβος από τις καμπάνες. - Πατέρα, του απάντησε, με γεμίζει χαρά. Θυμάμαι πόσο όμορφα ήτανε πέρυσι στην εκκλησία. Είχαμε πάει με τη μαμά. Πόσα φώτα και λαμπάδες, πόσος κόσμος και πόση χαρά. Κι οι καμπάνες χτυπούσαν σαν τώρα. Αν μπορούσα να πάω και σήμερα. Αν ζούσε η μανούλα θα πηγαίναμε. Πατέρα! Είπε απότομα η μικρούλα και το προσωπάκι της κοκκίνισε. Θα σου ζητήσω μια χάρη. Θέλω να πας στην εκκλησία και να γυρίσεις να μου πεις... τι είδες και να κάνεις και μια προσευχή για μένα, για να γίνω καλά. Σε παρακαλώ πατέρα. Ο πατέρας της της έλεγε ότι δεν μπορεί να την αφήσει μόνη. Δάκρυα κύλησαν στα μάτια της Αγγελικούλας και του είπε: Πήγαινε μόνο για λίγο, πατέρα. Να κάνεις μια προσευχούλα για μένα και γύρισε πίσω. Μπορώ να μείνω μονάχη. Θα πάω της είπε για να μην στεναχωρηθείς που είσαι άρρωστη. Φώναξε ο πατέρας την υπηρέτρια, της έδωσε διαταγή να μην φύγει από το πλάι της κορούλας του και βγήκε μουρμουρίζοντας, γιατί φοβόταν τον πηγαιμό στην εκκλησία. Θα ήταν πάντα κοντά της η κοπέλα;

Έφθασε στον Ναό

Ο Ιεροκήρυκας ανέβαινε στον άμβωνα. Μηχανικά, ο πατέρας της κόρης του, πλησίασε να ακούσει. Ο Ιεροκήρυκας μίλησε για τη γέννηση του Χριστού, για την ευτυχία των εκλεκτών και των πιστών, για την αγάπη του Θεού, για τους φτωχούς, τους αδύνατους και τους βασανισμένους. Ο πατέρας απορροφήθηκε από το θείο λόγο κι ένοιωσε παρηγοριά και ελπίδα να σταλεί στην ψυχή του. Θυμήθηκε την κορούλα του, καρφωμένη στο κρεβάτι και αδυναμία της επιστήμης να τη σώσει και χωρίς να το σκεφθεί, γονάτισε κι άρχισε να προσεύχεται: - Θεέ μου, ψιθύρισε, σώσε το παιδί μου, ξανά δώσε του την υγεία του, κι εγώ που σ’ απαρνήθηκα θα ξαναγυρίσω κοντά σου και θα μείνω πάντα πιστός στην παντοδυναμία σου, Θεέ μου. Λυπήσου με, συγχώρεσέ με και βοήθησέ με Έφυγε από τον Ναό, όταν τελείωσε η λειτουργία. Σαν γύρισε στο σπίτι μίλησε στην Αγγελικούλα για την λειτουργία και τη χαρά των Χριστιανών και της είπε πως προσευχήθηκε και γι αυτήν. - Το ήξερα πατέρα! Του είπε η Αγγελικούλα. Το ξέρω πριν να μου το πεις, γιατί ένοιωσα την καρδιά μου να ζεσταίνεται και τη δύναμή μου να ξανά γυρίζει πριν ναρθείς απ’ την εκκλησία. Μα πρέπει μπαμπά, να πηγαίνουμε ταχτικά στην εκκλησία μαζί, σαν γίνω καλά, όπως πηγαίναμε με τη μαμά. Δώσε μου το λόγο σου. Ο πατέρας της ρίγησε από συγκίνηση. Η Αγγελικούλα είχε μαντέψει κι είχε προλάβει την επιθυμία του και την απόφασή του. - Ναι αγγελούδι μου, της είπε. Θα πηγαίνουμε μόλις γίνεις καλά. Θα πάμε μόλις μπορέσεις να σηκωθείς. - Ω, τότε θα γίνω σύντομα καλά, υποσχέθηκε η μικρούλα και τα μαγουλάκια της κοκκίνισαν από χαρά, ενώ έξω οι καμπάνες των Χριστουγέννων ηχούσαν χαρμόσυνα. Κι από την ημέρα εκείνη η Αγγελικούλα άρχισε να συνέρχεται γοργά, για μεγάλη κατάπληξη των γιατρών, που θεώρησαν θαύμα τη σωτηρία του παιδιού. Μέσα σ’ ένα μήνα η θεραπεία της είχε συμπληρωθεί και πατέρας και κόρη, φορώντας τα πιο γιορτινά τους ρούχα, πήγαιναν στην εκκλησία να ευχαριστήσουν το Θεό για το θαύμα που είχε κάνει.

ΝΥΧΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΗΜΑ – Του Ιωάννη Πολέμη

Τ’ είναι τα κουδουνίσματα, μητέρα στο σκοτάδι;

Μην ειν’ οι καλικάντζαροι που μου ‘λεγες χθες το βράδυ.

Μην ειν’ εκείνοι, μάννα μου κι έρχοντ’ εδώ για μένα;

 

Φοβούμαι, τρέμω κρύψε με. Σώπα παιδί μου, σώπα.

Εγώ το παραμύθι αυτό για παραμύθι στο ‘πα

κι αυτά τα κουδουνίσματα που ακούς επ’ έξω τώρα

είναι των Μάγων τ’ άλογα που φέρνουνε τα δώρα.

 

Τι δώρα φέρνουν και σε ποιόν, μητέρα μου τα φέρνουν;

Σ’ εκείνον που εγγενήθηκε στη φτωχική σπηλιά Του

κι ο κόσμος τον εκήρυξε σωτήρα βασιλιά του.

Που ειν’ η σπηλιά μητέρα μου;

Στης Ιουδαίας τη χώρα, στη Βηθλεέμ.

 

Πως θα θελα να τα ‘βλεπα τα δώρα.

Το νιώθω στα ματάκια σου λαμποκοπά η ψυχή σου.

Σήκω παιδί μου, γρήγορα, σήκω παιδί μου, ντύσου,

κι έτσι αψηφώντας το χιονιά, τα μουγκρητά του αγέρα

Πάμε να δεις τα δώρα τους. Στη Βηθλεέμ μητέρα;

 

Η θεία χαρά σκορπίζεται με του Χριστού τη γέννα...

Ω, χρόνια αθώα κι αξέχαστα και χρόνια ευλογημένα!

Ετικέτες: