«Τρεις βυζαντινοί ύμνοι και Επτά ποιήματα»

Συνέντευξη με τον ερμηνευτή Ανδρέα Καρακότα

Αποσπάσματα από τρία σημαντικά έργα - κύκλους τραγουδιών και «κύκνεια άσματα» των δημιουργών τους πρόκειται να παρουσιαστούν απόψε το βράδυ στο θέατρο Απόλλων: «Τα τραγούδια της Αμαρτίας» του Μάνου Χατζιδάκι σε ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου και Γιώργου Χρόνα, «Οι Μπαλάντες του Περιθωρίου» του Απόστολου Καλδάρα σε στίχους του συνθέτη και του Κώστα Βίρβου και οι «'Υμνοι Αγγέλων σε Ρυθμούς ανθρώπων», μελοποιημένοι βυζαντινοί εκκλησιαστικοί ύμνοι από τον Σταύρο Κουγιουμτζή.

Τα έργα θα ερμηνεύσει ο Ανδρέας Καρακότας, ο οποίος ερμήνευσε τις πρώτες εκτελέσεις των έργων του Μάνου Χατζιδάκι και του Απόστολου Καλδάρα, ενώ συνεργάστηκε με τον Σταύρο Κουγιουμτζή κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του τρίτου έργου. Στο δεύτερο μέρος της παράστασης θα ακουστούν «επτά ποιήματα» του Μάνου Χατζιδάκι, σε συνεργασία με την «Παιδική - Νεανική Χορωδία της Ορχήστρας των Κυκλάδων.

Ο Ανδρέας Καρακότας του οποίου υπήρξε επιθυμία και ιδέα η δημιουργία αυτής της παράστασης και η παρουσίασή της για πρώτη φορά στο θέατρο Απόλλων της Σύρου, μίλησε στην “Κοινή Γνώμη” για τα πρώτα του βήματα, τους τρεις σπουδαίους δημιουργούς με τους οποίους συνεργάστηκε στενά στο παρελθόν και θα τιμήσει στην αποψινή συναυλία, καθώς και για τη θέση του λαϊκού τραγουδιού στη σημερινή εποχή.

 

Έχεις συνεργαστεί με κάποιους από τους μεγαλύτερους δημιουργούς της Ελλάδας. Πώς ήταν για ένα νέο παιδί να κάνει τα πρώτα του βήματα έχοντας στο πλάι του αυτούς τους ανθρώπους;

“Η πρώτη δισκογραφική δουλειά μου ήταν με τον Απόστολο Καλδάρα στις “Μπαλάντες του περιθωρίου”. Για εμένα ήταν καθαριστικό γιατί είχα μεγαλώσει με τα τραγούδια του. Φαντάσου έναν νέο άνθρωπο που έχει θαυμάσει τόσο πολύ τον Α. Καλδάρα να βρίσκεται σε πολύ νεαρή ηλικία να λέει σε πρώτη εκτέλεση τραγούδια αυτού του μεγάλου δημιουργού και να πρέπει να ανταποκριθεί σε ένα τόσο δύσκολο έργο. Γι’ αυτό και ο Καλδάρας ήταν ιδιαίτερα αυστηρός κατά τη μελέτη και την προεργασία αυτών των τραγουδιών, διότι προσπαθούσε να “βγάλει” από ένα παιδάκι 18 -19 χρονών, τον καλύτερό του εαυτό. Με πίεσε πάρα πολύ και τελικά κατάφερε να φέρει ένα αποτέλεσμα που ακόμη και σήμερα το ακούω και εντυπωσιάζομαι”.

 

Πολύ νωρίς ήρθε και η συνεργασία με τον Μάνο Χατζιδάκι που σε καθόρισε σαν ερμηνευτή…

 

“Ο Χατζιδάκις είχε μία αύρα η οποία ήταν καταλυτική. Στις πρόβες, που τις έχω ακόμα ηχογραφημένες, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου κι έλεγε πολύ σιγά και κατανυκτικά μόνο κάποιες λέξεις ή φράσεις. Όλο το υπόλοιπο γινόταν γιατί σε έβαζε σε έναν δικό του μαγικό κόσμο απλώς και μόνο με τη αύρα του και τη μουσική του. Το αποτέλεσμα ήταν κι εδώ εντυπωσιακό με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Εγώ, ένα λαϊκό παιδί που μεγάλωσε με Νταλάρα, Καζαντζίδη, Διονυσίου και Αγγελόπουλο, βρέθηκα να τραγουδάω ποιητικά κείμενα του Χριστιανοπούλου. Όταν μου έκανε την μεγάλη τιμή και μου εμπιστεύτηκε “Τα τραγούδια της αμαρτίας”, δουλέψαμε μαζί 4 χρόνια. Ήμουν δίπλα του στο πιάνο όταν έφτιαχνε τις μελωδίες. Αν και τότε δεν καταλάβαινα την αξία τους, τα αγάπησα πάρα πολύ και είναι ίσως το έργο με το οποίο έχω συνδεθεί περισσότερο”.

 

Πρόκειται για ένα από τα πιο εμβληματικά αλλά και λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό έργα του Μάνου Χατζιδάκι.

 

“Ο Χατζιδάκις, με αυτά τα τραγούδια κατάφερε να δημιουργήσει αυτό που έλεγε ποιητικό τραγούδι. Ήθελε δηλαδή τη μουσική, όχι μόνο να ακολουθεί το ποίημα, αλλά να στέκεται ισάξια δίπλα στον σπουδαίο λόγο των ποιητών. Ήταν κάτι που επιθυμούσε να κάνει από πολύ νέος, από τότε που είχε μπει στη μεγάλη οικογένεια των μεγάλων δημιουργών, όπως ήταν ο Κουν, ο Ελύτης, ο Σικελιανός, ο Εγγονόπουλος, ο Χατζηκυριάκος Γκίκας, άνθρωποι οι οποίοι είχαν καταφέρει κάτι πολύ σπουδαίο στην τέχνη τους, κάτι που ήθελε να προσφέρει και ο Χατζιδάκις. Δούλεψε πολύ σκληρά σε όλη του τη ζωή μέχρι να δημιουργήσει αυτό που έλεγε ποιητικό τραγούδι, το οποίο δεν υπήρχε μέχρι τότε και τα κατάφερε”.

 

Και λίγα χρόνια μετά έρχεται η συνεργασία με τον Σταύρο Κουγιουμτζή;

 

“Ο Σταύρος Κουγιουμτζής μου τηλεφώνησε όταν άκουσε τον “Απάχη της παλιάς Τρούμπας” από τις “Μπαλάντες του περιθωρίου”. Εγώ, έχοντας μεγαλώσει με τη φωνή του Γ. Νταλάρα, έπαθα σοκ όταν μου πρότεινε να συνεργαστούμε. Με πήρε κοντά του και δώσαμε μαζί πάρα πολλές παραστάσεις. Εκεί ήταν μία άλλη σπουδαία διδασκαλία. Ο Σταύρος ήταν κάτι ενδιάμεσο στον Καλδάρα και τον Χατζιδάκι. Εγώ γνώριζα το ύφος του και η φωνή μου έδεσε πολύ στα τραγούδια του. Δουλέψαμε πολύ για ένα διάστημα πάνω σε αυτά τα τραγούδια κατά το οποίο συνδέθηκα στενά μαζί του και με την οικογένειά του”.

 

Τι είναι αυτό που έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν και δεν βγαίνουν τόσο συχνά τραγούδια με την ίδια δυναμική και αντοχή στο χρόνο; Φταίει η εποχή, η έλλειψη ταλέντων, η βιομηχανία της μουσικής;

 

“Νομίζω πως είναι η εποχή κυρίως. Το τραγούδι είναι ο καθρέφτης της κάθε εποχής. Όπως είμαστε σαν κοινωνία και όπως ζούμε και συνδεόμαστε σαν λαός, έτσι είναι και το τραγούδι μας. Ζούμε σε μία σχετικά ‘φτωχή’, σε σχέση με το παρελθόν εποχή οπότε και το τραγούδι μας δεν μπορεί να είναι τόσο σπουδαίο. Φυσικά και υπάρχουν πολλά ταλέντα και σήμερα αλλά ήταν άλλο το επίπεδο μόρφωσης και καλλιέργειας, ο τρόπος ζωής και η ηθική που μεγάλωσαν οι παλαιότεροι.

Επίσης, από το ‘77 που οι πολυεθνικές κατέλαβαν τον χώρο, κυριαρχεί πλέον το κατασκευασμένο, το μαζικό τραγούδι και όχι το λαϊκό. Το τραγούδι πλέον είναι πολύ φτωχό σε μελωδία, σε ερμηνεία, σε στίχο, σε περιεχόμενο. Φτηνά προϊόντα που τα παίρνεις και τα πετάς μετά από λίγο. Ο Έλληνας έχει μάθει πια να εκτονώνεται μέσα από το τραγούδι. Δεν προβληματίζεται, δεν θέλει να συνδεθεί σε υψηλό και ουσιαστικό επίπεδο. Είναι πολύ εγωιστικός ο καιρός μας και αυτό το βλέπουμε σε κάθε έκφανση της ζωής μας”.

 

Παρόλα αυτά και όσο κι αν αλλάζει η ζωή και η κοινωνία μας, επανερχόμαστε συνεχώς σε αυτά τα τραγούδια σαν σημείο αναφοράς μας. Για ποιόν λόγο πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;

 

“Αν και όλα γύρω μας έχουν αλλάξει, είμαστε ένας λαός που δεν μπορεί να μην τραγουδήσει. Αν και δεν τραγουδάμε όσο παλιά κι έχουμε κάπως σωπάσει, το τραγούδι εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντικό στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας μας. Το ρεμπέτικο τραγούδι θα το ανακαλύπτουν και θα το τραγουδούν συνεχώς όλες οι γενιές μουσικών. Πάντοτε θα υπάρχει αυτή η ανάγκη γιατί είναι ίσως το σημαντικότερο αστικό είδος που μας συνδέει με το δημοτικό τραγούδι και κατ’ επέκταση με το βυζαντινό. Τον τελευταίο καιρό, μέσα από τα μουσικά πανεπιστήμια και τις σχολές , έχει πλημμυρίσει η Ελλάδα με νέα παιδιά που παίζουν κάθε είδους παλιού τραγουδιού. Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά έχουν συνειδητοποιήσει πόσο σημαντικό είναι να γνωρίσουν την μουσική του τόπου τους, της οποίας το εύρος είναι πάρα πολύ μεγάλο. Η Ελλάδα είναι ένα μουσικό σταυροδρόμι και έχει αφομοιώσει στοιχεία από όλον τον κόσμο, η βεντάλια είναι τρομακτική αν το συνειδητοποιήσεις. Ένας σημερινός άνθρωπος επομένως, που θέλει να εκφράσει την εποχή του, όπως έκανε και ο Χατζιδάκις ο οποίος θέλησε να συλλάβει την ευαισθησία του καιρού του, θα πρέπει να γνωρίσει τη μουσική του παρελθόντος. Τότε θα πατάει στέρεα, θα έχει μία ρίζα. Είναι απαραίτητο στοιχείο για έναν άνθρωπο που θέλει να κάνει κάτι σπουδαίο στο μέλλον”.

 

Πληροφορίες παράστασης

Θέατρο Απόλλων, Μεγάλη Δευτέρα 10 Απριλίου, στις 20.30

Παίζουν οι μουσικοί: Βαμβακούσης Αρίστος (μπουζούκι), Κοντονικόλας Σάκης (πιάνο), Μισυρλής Τάσος (τσέλο), Τσαβδάρης Μηνάς (κλαρινέτο), Χατζηγεωργίου Γιώργος (βιολί), Φραγκούς Τάκης (κοντραμπάσο).

Τραγούδι: Ανδρέας Καρακότας, Ρένα Βέργου, Αλέξανδρος Δημητρόπουλος.

Απαγγελία: Βρασίδας Ζάβρας.

Την ενορχήστρωση στους «Τρείς Βυζαντινούς ύμνους» έκανε ο Σάκης Κοντονικόλας.

Τιμή Εισιτηρίου : 15 ευρώ γενική είσοδος

Διοργάνωση: Travel In Art