Συνέντευξη του τραγουδοποιού, ερμηνευτή και πλέον παραμυθά, Φοίβου Δεληβοριά για την παράσταση "Πες μου το όνομά σου", στο πλαίσιο των χριστουγεννιάτικων εκδηλώσεων του Δήμου Σύρου - Ερμούπολης

"Ως παιδί, προτιμούσα τον Μικρό Νικόλα από τον Σούπερμαν"

Ένα ξεχωριστό μουσικό «δώρο» θα χαρίσει στα μικρά και μεγάλα παιδιά της Σύρου, ο Φοίβος Δεληβοριάς, που επιστρέφει στη σκηνή του Θεάτρου «Απόλλων», δύο χρόνια μετά την επιτυχημένη εμφάνισή του στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων.

Αυτή τη φορά, ο αγαπημένος καλλιτέχνης θα έχει στις αποσκευές του τα παιδικά τραγούδια και όλες τις παράξενες ιστορίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο – cd με τίτλο «Πες μου το όνομά σου» των εκδόσεων Μικρή Άρκτος.

Η ομώνυμη παράσταση, που εντάσσεται στο χριστουγεννιάτικο πολιτιστικό πρόγραμμα του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης θα πραγματοποιηθεί στις 26 και 27 Δεκεμβρίου 2018, στις 18:00 και υπόσχεται κέφι, πολύ τραγούδι και αμέτρητα χαμόγελα.

Σε συνέντευξή του στην «Κοινή Γνώμη», ο Φοίβος Δεληβοριάς μιλά για το «αιώνιο παιδί» που κρύβει μέσα του, για την επιρροή της καθημερινότητας στο δημιουργικό ταξίδι του, τους παιδικούς ήρωές του, αλλά και τη «μούσα» που τον ενέπνευσε να γράψει παιδικά τραγούδια, την εξάχρονη πλέον κόρη του.

Πώς αισθάνεστε που εκτός από τις ιδιότητες του τραγουδοποιού και ερμηνευτή, το όνομά σας συνοδεύεται πλέον και από αυτήν του παραμυθά;

«Αυτές οι έννοιες δεν είναι μακρινές γιατί κάθε φορά που φτιάχνεις ένα τραγούδι, προσπαθείς να χωρέσεις μέσα σε τρία λεπτά μια αφήγηση, η οποία έχει σκοπό να αφυπνίσει έναν ανυποψίαστο ακροατή, να του τραβήξει την προσοχή, να τον σηκώσει από τη θέση του και να τον πάει σε κάποιο άλλο σημείο. Αυτή ακριβώς είναι η τεχνική της αφήγησης και του παραμυθιού. Μόνο που όταν αφηγείσαι ένα παραμύθι, το κάνεις σε ένα πολύ πιο αθώο και απαιτητικό κοινό. Ένας μεγάλος, που έχει τις γνώσεις, τα κολλήματά του, τις συμβάσεις τις οποίες ακολουθεί ως ακροατής, μπορεί να δεχτεί εύκολα πάρα πολλά πράγματα αν θεωρητικολογήσεις προς μία πλευρά που του είναι αρεστή. Ένα παιδάκι όμως είναι πάρα πολύ κοντά στο ένστικτο εκείνο, το πρωτογενές που έχουμε όταν πρωτοβλέπουμε, ας πούμε, τη θάλασσα ή όταν γνωρίζουμε ένα άλλο παιδάκι. Επειδή λοιπόν, είναι κοντά σε αυτή την αθώα πρώτη ματιά, είναι και πολύ πιο αυστηρός δέκτης. Θέλει αυτό που θα έχεις κάνει με το τραγούδι, τη μουσική σου, το στίχο σου, με τον τρόπο με τον οποίο θα κάνεις τη φωνή σου, να τον αιχμαλωτίσεις. Εφόσον το τραγούδι είναι έτσι κι αλλιώς μια μορφή παραμυθιού, το παιδικό τραγούδι είναι αυτή η μορφή στην πιο ακραία εκδοχή της».

Η δημιουργία τραγουδιών, τα οποία θα χαραχτούν στη μνήμη του κοινού και θα αντέξουν στο χρόνο απαιτεί γνώσεις, ταλέντο αλλά και ψυχή. Για να γράψει κανείς τραγούδια που απευθύνονται σε ένα πιο απαιτητικό κοινό, στα παιδιά, τι άλλο χρειάζεται; Υπάρχει συγκεκριμένη «συνταγή»;

«Χρειάζεται να έχεις βρει κι εσύ μέσα σου ακριβώς εκείνο το σημείο στο οποίο αισθάνεσαι έκπληκτος, έκθαμβος. Να γίνεις κι εσύ εκείνη τη στιγμή, περιγράφοντας μία πόλη, ένα κορίτσι, ένα ζωάκι, έναν μπαμπά και μια μαμά ή οτιδήποτε άλλο πέσει στην αντίληψή σου, το ίδιο ενθουσιώδης και αμήχανος σαν ένα παιδάκι που προσπαθεί να πρωτοπεριγράψει κάτι. Θα έχετε δει πώς είναι τα παιδιά την ώρα που γυρνούν από το σχολείο και θέλουν να σου πουν κάτι που συνέβη. Έχουν μία έξαψη και οι λέξεις που βρίσκουν εκείνη τη στιγμή για να το πουν είναι ανορθόδοξες αλλά κοντά στην πραγματικότητα του ενθουσιασμού τους. Αυτό πρέπει με έναν πολύ περίτεχνο τρόπο να το βρεις ως μεγάλος και στη μελωδία που θα φτιάξεις, αλλά και στα λόγια. Αν καταφέρεις να το κρατήσεις ζωντανό μέσα σου και κατά τη διάρκεια της δημιουργίας, έχεις πολλές πιθανότητες να αιχμαλωτίσεις και το παιδί που θα σε ακούσει».

Κάθε τραγούδι σας αποτελεί μία αυτόνομη, ξεχωριστή ιστορία, ο –ανατρεπτικός και αποστασιοποιημένος από τα κλισέ- στίχος της οποίας κρύβει σκέψεις, βιώματα και συναισθήματα που ακτινοβολούν την αλήθειά τους. Σε ποιον βαθμό εμπεριέχεται αυτή η προσωπική αλήθεια στο βιβλίο – cd “Πες μου το όνομά σου”;

«Εντελώς. Είναι όπως όλοι οι δίσκοι μου. Το ίδιο ποιητικό προάστιο που υπάρχει στις προηγούμενες δουλειές μου, υπάρχει και σ’ αυτόν εδώ. Με τον ίδιο τρόπο βλέπω τους ανθρώπους. Με τον ίδιο τρόπο γελάω με τον εαυτό μου. Με τον ίδιο τρόπο αντλώ έμπνευση από ιστορίες της καθημερινότητάς μου, από ονόματα που ξέρω και από πράγματα που έχω ζήσει για να δημιουργήσω μικρά τρίλεπτα, στα οποία φεύγουμε από αυτή την πραγματικότητα και πάμε κάπου αλλού. Αυτό είναι η δική μου εμμονή. Νομίζω πως, υπάρχουν δύο κατηγορίες δημιουργών γενικότερα, ανθρώπων που γράφουν βιβλία, ανθρώπων που κάνουν τραγούδια, σινεμά. Άνθρωποι οι οποίοι ξεκινούν από το φανταστικό, το άυλο και προσπαθούν να το φέρουν στα μέτρα της πραγματικότητας, μιας καλλιτεχνικής οντότητας και άνθρωποι, οι οποίοι ξεκινούν από την πραγματικότητα και οδηγούνται προς κάτι πιο άυλο, πιο περίεργο, πιο φανταστικό. Εμένα μου αρέσει αυτός ο δρόμος. Να ξεκινάω πάντα από την πραγματικότητα. Τώρα που είμαι και μπαμπάς ενός εξάχρονου κοριτσιού και μιλάω συνεχώς μαζί του, το ακούω, μου βγήκαν τραγούδια τα οποία είχαν να κάνουν πια με την κοινή μας πραγματικότητα, του μπαμπά και της κόρης. Έτσι, αυτό οδήγησε σιγά-σιγά στο να γραφτούν μία σειρά από τραγουδάκια, που στην ουσία της απευθύνονται».

Πολλοί μπαμπάδες έχουν σκεφτεί ή θα σκεφτούν «μακάρι να ήξερα μουσική, για να έγραφα κι εγώ τραγούδια για τα παιδιά μου». Η πατρότητα έπαιξε ρόλο ώστε να συνεχίσετε να βλέπετε τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός αιώνιου παιδιού που αρνείται να μεγαλώσει;

«Φυσικά, γιατί διάφορα πράγματα τα οποία θυμάσαι ανεπαίσθητα, πώς είχες αντιδράσει πρωτοακούγοντας ένα παραμύθι, βλέποντας μια ταινία ή μαθαίνοντας κάτι, τα βλέπεις στα μάτια ενός ανθρώπου που είναι μέσα στο σπίτι σου, προσπαθεί να μιλήσει, να περπατήσει σωστά και μοιάζει στο κορίτσι που αγαπάς και λίγο σε σένα. Ξαφνικά όλο αυτό το πράγμα που ήσουν, όλη σου η αγωνία να υπάρξεις και να αγαπήσεις έναν άνθρωπο, το βλέπεις μπροστά σου. Αυτό σε εμπνέει πολύ. Σε κάνει να θες πραγματικά να πιάσεις την κιθάρα και να γράψεις ένα τραγούδι γι’ αυτόν».

Σε αρκετές παραστάσεις ή τραγούδια που απευθύνονται σε παιδιά, το διδακτικό στοιχείο είναι έντονο και εμφανές. Πώς αντιδρούσατε εσείς ως παιδί στη θέα ενός δαχτύλου που κουνιέται πάνω κάτω και ποιος θεωρείτε ότι είναι ο κατάλληλος τρόπος για να περάσεις τα μηνύματά σου και να μιλήσεις κατευθείαν στην καρδιά των μικρών ακροατών;

«Και ως παιδί και ως μεγάλος δεν μπορώ τα τραγούδια που γράφτηκαν για να εξυπηρετήσουν ένα οποιοσδήποτε μήνυμα. Μου αρέσει πάρα πολύ ο τρόπος που εμπεριέχει χιούμορ. Το να μην παίρνει κανείς στα σοβαρά τον εαυτό του. Γι’ αυτό και στο σινεμά μου άρεσαν πάντα οι κωμικοί, είτε οι λαϊκοί κωμικοί (Έλληνες, Γάλλοι, Ιταλοί), είτε οι πιο διανοούμενοι όπως ο Φελίνι, ο Γούντι Άλεν, οι αδερφοί Κοέν. Αντίστοιχα και στο τραγούδι, αυτό το χιούμορ υπάρχει στα ρεμπέτικα ή μέσα στην οδό Ονείρων του Χατζιδάκι ή στα τραγούδια του Μποστ που μελοποιούσε ο Θεοδωράκης, στα τραγούδια του Κηλαηδόνη, ή στη «Ρεζέρβα» του Σαββόπουλου ή αντίστοιχα σε διάφορα κομμάτια που άκουγα εγώ μικρός της δεκαετία του ’80, του Βαγγέλη Γερμανού, του Γιάννη Γιοκαρίνη, του Σάκη Μπουλά, των Κατσιμίχα, του Λάκη Παπαδόπουλου. Αυτή η αίσθηση ότι δεν είμαι κάποιος ταγός, ένας μεγάλος πνευματικός ηγέτης, αλλά είμαι κάποιος που χιουμοριστικά και μελαγχολικά κλείνει το μάτι στη ζωή που περνάει, μου αρέσει και στα έργα για μεγάλους και στα έργα για παιδιά».

Ποια είναι τα μέλη της «τρελοπαρέας» που θα βρίσκεται μαζί μας στις 26 και 27 Δεκεμβρίου στη Σύρο;

«Η τρελοπαρέα αποτελείται, αρχικά από τον πολυοργανίστα Γιώργο Κατσάνο, ένα πραγματικά μεγάλο παιδί που παίζει μουσική. Είμαστε συνομήλικοι, αλλά αυτός ξέρει εξήντα όργανα. Κάθε Χριστούγεννα παραγγέλνει για τον εαυτό του από το eBay σπάνια όργανα από όλο τον κόσμο και κάθεται και τα μαθαίνει μετά όλη την υπόλοιπη χρονιά. Αυτός θα φέρει διάφορα πράγματα μαζί του για να δημιουργήσουμε το κλίμα του πρωτόγνωρου στα αυτιά των μικρών ακροατών. Επίσης θα έχω μαζί μου το κορίτσι εκείνο για το οποίο θα μπορούσαμε να κάνουμε τα πάντα στις παιδοπαρέες μας, μία πολύ ταλαντούχα νέα τραγουδίστρια τη Νεφέλη Φασούλη. Οι τρεις μας, σαν μία μικρή παιδική συμμορία δρόμου θα μεταδώσουμε τα τραγούδια».

Ποιους ήρωας λατρεύατε εσείς ως παιδί;

«Εμένα μου άρεσαν πολύ οι αντιήρωες, όπως ο Ντόναλντ, εν αντιθέσει με τον Μίκυ ο οποίος ήταν πάντα «μπάτσος» στις ιστορίες, έλυνε τα μυστήρια, είχε ευφυία, έμπλεκε από μία τάση ηρωισμού. Ο Ντόναλντ ενώ ήταν τεμπέλης, ένας καθημερινός ήρωας που του άρεσε η ζωή, να κάθεται σε μια αιώρα, να πίνει μια λεμονάδα και να διαβάζει κόμικς, ξαφνικά βρισκόταν σε μια ιστορία και αναγκαστικά έπρεπε να τα καταφέρει για να ξαναβρεθεί στην αιώρα του. Αυτού του τύπου οι ήρωες ήταν πάντα πιο κοντά σε μένα. Από τον Σούπερμαν προτιμούσα τον Μικρό Νικόλα ή τους ήρωες του γαλατικού χωριού. Αυτοί οι ήρωες ακόμα με γοητεύουν».