Συνέντευξη της σκηνοθέτιδος Κωνσταντίνας Νικολαΐδη για τη sold-out παράσταση των τελευταίων πέντε ετών η οποία επιστρέφει στη Σύρο με ανανεωμένο θίασο

«Οι 12 Ένορκοι είναι πλέον μια οικογένεια»

Σε δικαστικό μέγαρο θα μετατραπεί για μία ακόμη φορά το ατμοσφαιρικό Θέατρο Απόλλων της Ερμούπολης, όπου «12 Ένορκοι» και οι θεατές της ομώνυμης sold out παράστασης των τελευταίων πέντε ετών, θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις συνειδήσεις τους.

Το θεατρικό δικαστικό δράμα του Reginald Rose, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνας Νικολαΐδη, επιστρέφει μετά από τέσσερα χρόνια στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων για δύο παραστάσεις, στις 29 και 30 Απριλίου 2019.

Σημειώνεται ότι, η παράσταση είχε «ταξιδέψει» στη Σύρο, λίγο πριν από την έναρξη της δεύτερης σεζόν της στην Αθήνα και φέτος, θα συστηθεί ξανά στους θεατρόφιλους του νησιού με ανανεωμένο θίασο. Οι μόνοι «Ένορκοι» που παραμένουν στις θέσεις τους από την πρώτη χρονιά είναι ο Περικλής Λιανός και ο Κωνσταντίνος Μουταφτσής.

Στην παράσταση παίζουν επίσης οι: Νίκος Βατικιώτης, Τάσος Γιαννόπουλος, Σωτήρης Δούβρης, Μάνος Ζαχαράκος, Αλέξανδρος Καλπακίδης, Θανάσης Κουρλαμπάς, Κωνσταντίνος Μπάζας, Παντελής Παπαδόπουλος, Τάσος Παπαδόπουλος, Ορέστης Τρίκας και ο Αλέξης Σταυριανός στο ρόλο του φύλακα.

Για την επιτυχία, αλλά και τα μηνύματα των «12 Ενόρκων» που έχουν παρακολουθήσει μέχρι σήμερα περισσότεροι από 120.000 θεατές μίλησε στην «Κοινή Γνώμη» η Κωνσταντίνας Νικολαΐδη.

Ποιες οι προσδοκίες που είχατε κατά την προετοιμασία αυτής της παράστασης; Φανταζόσασταν ότι θα γράψει τη δική της ιστορία, κατέχοντας μία θέση στη λίστα με τις πιο επιτυχημένες εμπορικά παραστάσεις επί πέντε συναπτά έτη;

«Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Στην αρχή μάλιστα, παίζαμε Δευτερότριτα στην Αθήνα, από Οκτώβριο μέχρι Ιανουάριο. Με μεγάλη χαρά είδαμε ότι η παράσταση ήταν sold-out από την πρώτη ημέρα. Εντυπωσιαστήκαμε κι εμείς γιατί δεν ξεκινήσαμε με αυτό το σκεπτικό. Εγώ είδα την ταινία, μου άρεσε πάρα πολύ, πρόσεξα τα θεατρικά στοιχεία που φέρει και αντιλήφθηκα ότι η ιστορία της αφορά τους Έλληνες και γενικότερα, τον κόσμο. Πρόκειται για ένα διαχρονικό έργο, που πέρα από το αντιρατσιστικό μήνυμα και τον βασικό κορμό σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ουσιαστικά προωθεί και τη δεύτερη ευκαιρία, που είναι όμορφο να δίνουμε τόσο στον εαυτό μας όσο και στους γύρω μας. Γι’ αυτό το λόγο επέλεξα να το μεταφέρω επί σκηνής».

Το έργο γράφτηκε το 1957. Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που συμβάλλουν στη διαχρονικότητά του και μιλούν κατευθείαν στην καρδιά του θεατή;

«Οι 12 Ένορκοι φωτίζουν ζητήματα, στα οποία ενδεχομένως να αναγνωρίσουμε και τον ίδιο μας τον εαυτό. Το πόσο γρήγορα βγάζουμε συμπεράσματα για κάποιον και πώς αυτά αλλάζουν με βάση τις προκαταλήψεις, τη συμπάθεια που τρέφουμε προς τον ίδιο, κοινωνικά ή ταξικά κριτήρια. Δηλαδή τον διαφοροποιούμε, τον κατατάσσουμε σε κατηγορίες ανάλογα το επάγγελμά του. Γιατί στην παράσταση δε δικάζεται μόνο ένα παιδί 16 χρονών. Δικάζουν και δικάζονται μεταξύ τους οι Ένορκοι, κατ’ επέκταση και οι θεατές. Βλέπουμε πώς ο ένας χαρακτήρας χτίζει το προφίλ του απέναντι στον άλλον με βάση την επαγγελματική καταξίωσή τους, την κοινωνική θέση τους, την οικονομική κατάσταση τους, την περιοχή στην οποία έχουν μεγαλώσει, όλα αυτά που συνθέτουν ένα προφίλ στον άνθρωπο και του δημιουργούν ένα προσωπείο, πίσω από το οποίο πολλές φορές χάνεται, γιατί το τι έχει κάνει στη ζωή του ή η καταγωγή του τον χαρακτηρίζουν. Αυτό συμβαίνει επειδή οι άλλοι έχουν ταχτεί έτσι απέναντί του. Ένας αλλοδαπός δεν θα αισθανόταν μειονεκτικά, αν οι άλλοι δεν του έκαναν bullying. Άρα βλέπουμε και αυτό μέσα στους «12 Ενόρκους». Δεν είναι μόνο να δικάσουμε ή να αθωώσουμε ένα παιδί. Αλλά πραγματεύεται και πολλά ακόμη θέματα, τα οποία αγγίζουν τους θεατές, γι’ αυτό συνεχίζουν να στηρίζουν την παράσταση. Όπως μας σχολιάζουν, έρχονται και φεύγουν αλλαγμένοι».

Επομένως και οι ίδιοι οι χαρακτήρες καλούνται να «απολογηθούν» για τη ζωή τους, τις σκέψεις τους, τα πιστεύω τους.

«Σαφώς και η αφετηρία του έργου είναι το δικαστικό δράμα, αλλά όπως και πολλές άλλες ταινίες, πολλά θεατρικά κείμενα και βιβλία όπως η ίδια η ζωή, ξεκινάει από κάπου και αυτό έχει προεκτάσεις. Κοινωνικές, φιλοσοφικές, υπαρξιακές… Είναι σαν ένα χταπόδι που ανοίγει τα πλοκάμια του και πάει παντού. Γι’ αυτό και αφορά μεγάλο εύρος κόσμου. Οι θεατές της παράστασης είναι από παιδιά 10 ετών μέχρι άτομα 95 χρονών και όλοι βγαίνουν συγκινημένοι. Αυτό κάνει το έργο διαχρονικό. Και το σημαντικό είναι ότι απευθύνεται σε όλους. Ο καθένας θα κρατήσει ένα κομμάτι που για τον ίδιο είναι «χρυσός». Κάθε βράδυ, η παράσταση γίνεται «προσωπική υπόθεση» τόσο για τους ηθοποιούς και τους συντελεστές που βρίσκονται πίσω από τη σκηνή, όσο και για τον θεατή, ο οποίος τη βιώνει σαν «εμπειρία ζωής». Υπάρχουν πολλοί θεατές που έρχονται να δουν την παράσταση ξανά και ξανά. Αυτό που με χαροποιεί είναι ότι μετά από πέντε χρόνια, η δουλειά μας έχει φύγει από το πλαίσιο της θεατρικής παράστασης και ενός θιάσου. Οι «12 Ένορκοι» είναι πλέον μια οικογένεια και ο θεατής που έρχεται βιώνει μια εμπειρία».

Η παράστασή σας είναι μία από τις λίγες παραστάσεις με πολυμελή θίασο που έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάζονται και εκτός έδρας.

«Η δυνατότητα αυτή έρχεται μετά από συναίνεση των ηθοποιών και αγάπη για την παράσταση, γιατί κακά τα ψέματα, το να περιοδεύσει ένας θίασος 13 ατόμων μαζί και με κάποιους συντελεστές που πρέπει να ακολουθήσουν, έχει τεράστιο κόστος. Οπότε αυτό δε θα γινόταν, εάν οι ηθοποιοί δεν το ήθελαν τόσο πολύ και δεν ένιωθαν την ανάγκη να παρουσιάσουν αυτή την παράσταση και εκτός Αθηνών. Γιατί από οικονομικής πλευράς, υπάρχει ελάχιστο κέρδος και για τους ηθοποιούς και για την παραγωγή. Υπάρχουν πολλά έξοδα γι’ αυτό και όπου πάμε ζητάμε τη στήριξη φορέων και επιχειρήσεων. Στη Σύρο μας έχουν βοηθήσει πάρα πολλές φορές και τους ευχαριστούμε. Αντίστοιχες χορηγίες θα έχουμε και στα υπόλοιπα νησιά που θα επισκεφτούμε. Χωρίς αυτές, δεν θα ήταν εφικτό ένα τέτοιο ταξίδι. Οι ηθοποιοί αντιλαμβάνονται την έκταση της παράστασης και τα συναισθήματα που δημιουργεί στον θεατή και επιθυμούν όπως κι εγώ, να την προσφέρουμε σε όσους περισσότερους μπορούμε. Γι’ αυτό και θα συνεχίσουμε για έκτη χρονιά στο Θέατρο Αλκμήνη».

Πόσοι ηθοποιοί έχουν περάσει μέχρι σήμερα από την παράσταση;

«Γύρω στα 12 άτομα. Το καλό είναι ότι οι ηθοποιοί μένουν συνήθως παραπάνω από έναν χρόνο, υπάρχει πολύ καλό κλίμα μεταξύ του θιάσου, οπότε θέλουν να μείνουν κι έτσι δεν είναι κάτι που εμπορικά κάθε χρόνο αλλάζει μορφή. Ακόμα και φέτος που διανύουμε την πέμπτη σεζόν, έχουμε μαζί μας τον Περικλή Λιανό και τον Κωνσταντίνο Μουταφτσή που συμμετέχουν από τις πρώτες πρώτες πρόβες. Αυτή είναι η τελευταία τους χρονιά, θα ολοκληρώσουν 2 Ιουνίου, αλλά βρίσκονται κοντά μας πέντε χρόνια. Και είναι δύσκολο για έναν ηθοποιό να κάτσει τόσο καιρό σε μία παράσταση».

Πώς αισθάνεστε που η παράσταση επιστρέφει στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων μετά από τέσσερα χρόνια;

«Εγώ λατρεύω τη Σύρο. Η γιαγιά μου ήταν Συριανή, οπότε συνδέομαι με το νησί. Το Θέατρο Απόλλων είναι διαμάντι όχι μόνο για τις Κυκλάδες, αλλά για την Ελλάδα ολόκληρη. Είναι τιμή μας που παίζουμε εκεί και το ίδιο αισθάνομαι κάθε φορά που παρουσιάζεται δική μου παράσταση εκεί. Πριν από μερικά χρόνια είχαμε ανεβάσει εκεί και το «Εκτός ύλης» με τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση, το πρώτο πολιτικό έργο που παρουσιάστηκε στη Βουλή των Ελλήνων».