Συνέντευξη του ηθοποιού Μανώλη Μαυροματάκη για τη νέα παραγωγή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά που παρουσιάζεται απόψε στο Θέατρο στον Κουμάρο, στην Τήνο

«Ο Λουκής Λάρας είναι ένας ήρωας της ζωής»

Μια εναλλακτική πρόταση για τον εορτασμό της Επετείου της Επανάστασης του 1821

Ο «Λουκής Λάρας», στο ομώνυμο ιστορικό μυθιστόρημα του Έλληνα λόγιου Δημητρίου Βικέλα, αντικατοπτρίζεται ως κατεξοχήν "αντιηρωική" μορφή των χρόνων του αγώνα, μακριά από την ατμόσφαιρα των πατριωτικών εξάρσεων και των ηρωικών υμνολογιών.

Για τον ηθοποιό Μανώλη Μαυροματάκη που τον ενσαρκώνει στη νέα παραγωγή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ο Λουκής Λάρας είναι ένας «ήρωας της ζωής» που κάνει τη δική του υπέρβαση χωρίς να φέρει στις πλάτες του κάποιο ένδοξο κατόρθωμα σαν αυτά που έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε στα αφηγήματα της Ελληνικής Επανάστασης.

Η παράσταση, σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, Λευτέρη Γιοβανίδη, παρουσιάζεται απόψε στις 21:00, στο Θέατρο στον Κουμάρο, στην Τήνο. Στις 19 και 20 Αυγούστου, θα φιλοξενηθεί στον Πολιτιστικό Χώρο «Έπαυλη Τσιροπινά» στην Ποσειδωνία, στο πλαίσιο του προγράμματος «Σύρος – Πολιτισμός 2021».

Για την προσωπικότητα του Λουκή Λάρα, ενός απλού και καθημερινού ανθρώπου που δίνει διαχρονικά το παράδειγμα για το πώς μπορούμε να αντέξουμε σε δύσκολες συνθήκες, μιλά στην «Κοινή Γνώμη», ο Μανώλης Μαυροματάκης που μαζί με τον Λευτέρη Γιοβανίδη διασκεύασαν θεατρικά το έργο του Δημητρίου Βικέλα.

Ο Λουκής Λάρας είναι ένας χαρακτήρας διαφορετικός από όλες εκείνες τις ηρωικές μορφές που ξεπηδούν μέσα από τις σελίδες της ιστορίας και διαμορφώνουν τις γνώσεις μας για την Επανάσταση του 1821. Ποια στοιχεία τον καθιστούν για εσάς μοναδικό;

«Ο κάθε χαρακτήρας, όταν θες να τον αναπαραστήσεις στο θέατρο ως ηθοποιός, είναι για σένα μοναδικός. Απλώς αυτός εδώ έτυχε να μου αγγίξει –εκεί που δεν το περίμενα- πιο βαθιά προσωπικά μου θέματα. Βέβαια είναι και θέμα συγκυρίας, πόσο έτοιμος είσαι να μπεις τη δεδομένη στιγμή μέσα στο κάθε πράγμα. Τον Λουκή Λάρα εγώ δεν τον αποκαλώ αντι-ήρωα, αλλά ήρωα, γιατί είναι ήρωας ενός μυθιστορήματος, καταρχάς, αλλά και μιας θεατρικής παράστασης. Ο Βικέλας λέει ότι είναι υπαρκτό πρόσωπο και κάποιος του τα έχει αφηγηθεί. Πιθανόν κι ο ίδιος να προχώρησε τη μυθοπλασία πέρα από την απλή καταγραφή. Ο Λάρας είναι ένας ήρωας της ζωής. Επειδή τα τελευταία χρόνια περνάμε κι εμείς μια δύσκολη συνθήκη, όχι ακριβώς πόλεμο σαν τότε, αλλά κάτι σαν πόλεμο χωρίς να γνωρίζουμε ποιος είναι ο εχθρός, ο Λάρας αποτελεί το παράδειγμα ενός ανθρώπου που με πολλή ευγένεια, χρησιμοποιώντας κι αυτή τη γλώσσα, μιλάει για το πώς κατάφερε να αντεπεξέλθει σε δύσκολες συνθήκες. Περιγράφει με πολύ ωραίο τρόπο μια ζοφερή πραγματικότητα και τελικά, αντί να είναι ένα μοιρολόι για το τι υπέφερε, είναι ένας ύμνος για τη ζωή. Μέσα από την εξιστόρηση των παθημάτων του, μας δίνει ένα άλλο παράδειγμα για το πώς μπορούμε να αντέξουμε μια δύσκολη συνθήκη, σαν αυτή που ζούμε σήμερα και μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και χειρότερη, χωρίς ούτε να παραδοθούμε, ούτε να προδώσουμε, αλλά ούτε και να πεθάνουμε ή να αρρωστήσουμε. Πώς μπορούμε να βγούμε με αξιοπρέπεια, όσο το δυνατόν περισσότερο, γιατί σε τέτοιες δύσκολες συνθήκες η αξιοπρέπειά σου βάλλεται συνεχώς… εδώ κινδυνεύει η φυσική σου υπόσταση, η ίδια σου η ζωή. Αυτό με συγκίνησε αλλά και η υπέρβαση που κάνει εκείνη τη στιγμή, χωρίς να είναι ένας ήρωας ο οποίος έκανε ένα αδιανόητο κατόρθωμα.

Μιλώντας με την ιστορικό Μαρία Ευθυμία, με την οποία βρεθήκαμε κατά την οποία προετοιμασία της παράστασης, έμαθα αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα. Ένα εξ’ αυτών είναι ότι στις επαναστάσεις και τους πολέμους συμμετέχει ενόπλως το 1/3 του πληθυσμού. Εμείς έχουμε την εντύπωση ότι το 1821, όλος ο ελληνικός πληθυσμός ήταν με ένα καρυοφύλλι ή ένα γιαταγάνι στο χέρι και κοίταζε να πάρει τούρκικα κεφάλια ή να γλιτώσει τα δικά του. Δεν ήταν έτσι. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μιας χώρας, όπως και στη Γαλλική και τη Ρωσική Επανάσταση, κοιτάζει να συνεχίσει τη ζωή, που θα υπάρχει και μετά τον πόλεμο. Και οι πόλεμοι ακόμα, έστω και με αρνητικό τρόπο, προς τη συνέχεια της ζωής προσβλέπουν».

Πώς έχει δεχτεί μέχρι σήμερα το κοινό τον Λουκή Λάρα;

«Έχω διαπιστώσει πως τελικά η παράσταση είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα για τον κόσμο απ’ ότι νόμιζα εγώ πως θα ήταν. Κάποιοι άνθρωποι που τους εμπιστεύομαι, μου είπαν «χαίρομαι πολύ, δεν περίμενα ότι αυτό το θέμα θα μπορούσε να λυθεί έτσι, αυτή την εποχή, που τα πάντα μιλιούνται με ένα συγκεκριμένο τρόπο είτε ευθέως καταγγελτικά, είτε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Μια προσέγγιση που συνήθως καθηλώνει τον αποδέκτη και δεν τον συνδέει με κάτι πιο βαθύ που θα τον κάνει να κοιτάξει να αλλάξει τα κακώς κείμενα τόσο της δικής του ζωής όσο και των γύρω του, νιώθοντας αγάπη για την ίδια τη ζωή και αντιλαμβανόμενος την πραγματική ομορφιά της. Οι καταγγελίες φέρνουν μια ενοχοποίηση, μια θυματοποίηση που αυτά μαζί μπερδεύονται με έναν περίεργο τρόπο και το αποτέλεσμά τους είναι ο άνθρωπος να παραμένει ακίνητος και καθηλωμένος όπως αισθανόμαστε κι εμείς αυτή την εποχή. Λειτουργούν αυτοί που έχουμε επιλέξει να μας κυβερνούν. Είναι τόσο άγρια τα χτυπήματα που δεχόμαστε, που έχουμε μείνει καθηλωμένοι. Όσο πιο πολύ τους χτυπάς, τόσο πιο πολύ θα καθηλώνονται. Δεν πρόκειται να σηκωθούν ποτέ, θα αρχίσουν να φωνάζουν και θα εκτονώνονται εκεί. Υπάρχει κάτι άλλο πιο βαθύ το οποίο πρέπει να δούμε. Νομίζω πως η τέχνη είναι ένας δρόμος γι’ αυτό και η εκάστοτε εξουσία, όπως αυτή εδώ, δεν την αγαπάει. Μάλιστα, δεν μιλούν απαξιωτικά γι’ αυτήν, απλά την περιφρονούν. Είναι ό,τι χειρότερο. Σαν να μην υπάρχει».

Το έργο επικεντρώνεται αποκλειστικά στον Λουκή Λάρα ή μέσα από την αφήγηση «παρελαύνουν» και μεγάλες μορφές της Επανάστασης;

«Πρόκειται για ένα πολύ ιστορικά ακριβές έργο. Όσον αφορά στα γεγονότα και τα πρόσωπα, παρουσιάζεται κάποια στιγμή η Μαντώ Μαυρογένους. Στη νουβέλα γίνεται μεγαλύτερη αναφορά, αλλά εγώ έπρεπε να κάνω μια αφαίρεση ώστε να συνεχιστεί η αφήγηση. Αλλά και οι κοινωνικές συνθήκες και τα γεγονότα που αφορούν τις μεγάλες μάχες του πληθυσμού παρουσιάζεται με πολλή μεγάλη πιστότητα. Όμως, το κυρίαρχο πρόσωπο είναι ο Λουκής Λάρας και μέσα σ’ αυτόν ενσαρκώνεται η αγωνία ενός μέσου ανθρώπου να μπορέσει να επιβιώσει με αξιοπρέπεια και με τα όπλα που διαθέτει αυτός, χωρίς να πάρει τα όπλα που παίρνουν οι άλλοι. Η καταστροφή της Χίου ήταν ανηλεής. Από τις 120.000 κατοίκους, οι 40.000 έμειναν στο νησί. 40.000 εκδιώχθηκαν ή πουλήθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν και 40.000 κατασφαγιάστηκαν. Δηλαδή πνίγηκε στο αίμα όλο το νησί. Χίλιοι άνθρωποι μόνο κατάφεραν να δραπετεύσουν από τη Χίο με κυρίως ψαριανά πλοία. Οι Ψαριανοί ήταν εξαρχής πολύ πιο ενεργοί στον αγώνα, όπως και οι Σαμιώτες. Μέσα σε αυτούς τους 1.000 ήταν και η οικογένεια του Λουκή Λάρα. Εύποροι άνθρωποι γενικότερα, καλοβαλμένοι μεσοαστοί έμποροι, όπως αυτοί που έρχονται τώρα από τη Σύρο, γιατροί, δικηγόροι, επιστήμονες που δεν μπορούν να αντέξουν τις ακρότητες του ισλαμικού καθεστώτος και με μια βαλίτσα στο χέρι και μερικές καταθέσεις στις τράπεζες έρχονται και τους καταληστεύουν εδώ πέρα οι διάφοροι επιτήδεια για να τους δώσουν μια μικρή ελπίδα να συνεχίσουν τη ζωή τους. Έτσι έγινε και με τον Λουκή Λάρα. Όπως περιγράφει, ένας από τους σταθμούς της περιπέτειάς του ως μετανάστης ήταν η Τήνος».

Η περιοδεία σας ολοκληρώνεται στις 22 Σεπτεμβρίου, στην Αθήνα. Η πορεία της παράστασης θα συνεχιστεί και τον χειμώνα;

«Θα την επαναλάβουμε από 22 Οκτωβρίου έως τέλη Νοεμβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, καταρχάς τα παρασαββατοκύριακα. Αλλά επειδή μου αρέσει πολύ αυτή η παράσταση και επειδή είναι ένας μονόλογος που μπορεί να εγκατασταθεί σχετικά σε οποιοδήποτε μέρος, ίσως να παρουσιαστεί και σε άλλα θέατρα. Το αισθάνομαι σαν κάτι πολύ δικό μου και θέλω να το γνωρίσω. Η γλώσσα του είναι καθαρεύουσα που προσπαθεί να συγκεράσει το μεγάλο χάσμα μεταξύ της μαλλιαρής δημοτικής των τότε δημοτικιστών, του Ψυχάρη κλπ.  με την ακραία επίσημη υπηρεσιακή γλώσσα της καθαρεύουσας των λογίων. Είναι μια γλώσσα που έχει πολύ ενδιαφέρον να μιλήσει κανείς γι’ αυτήν. Το κείμενο είναι πλήρως κατανοητό από τους θεατές. Νομίζω πως έχω φροντίσει κι εγώ γι’ αυτό, ανασυντάσσοντάς το ο ίδιος. Το έκανα πιο μουσικό, έμμετρο, πιο ελλειπτικό και ποιητικό».