Άνοιξη, η ομορφιά της φύσης. Πλησιάζει το Πάσχα.

  • Πέμπτη, 6 Απριλίου, 2017 - 06:22

p { margin-bottom: 0.25cm; direction: ltr; color: rgb(0, 0, 0); line-height: 120%; }p.western { font-family: "Liberation Serif","Times New Roman",serif; font-size: 12pt; }p.cjk { font-family: "Droid Sans Fallback"; font-size: 12pt; }p.ctl { font-family: "FreeSans"; font-size: 12pt; }

Ο Απρίλιος κι ο Μάιος είναι οι μήνες των λουλουδιών και της ελπίδας. Η άνοιξη φθάνει στο αποκορύφωμά της, η φύση ανθίζει και μαζί οι προσδοκίες για ένα καλύτερο αύριο. Το νησί μας ήταν πανέμορφο όλες αυτές τις μέρες της Άνοιξης. Το απλό τριφύλλι με τα κίτρινα λουλούδια του και τα πράσινα φύλλα του πρόσφερε μια ωραία διακόσμηση σ' όλους τους δρόμους των χωριών μας και στους λόφους.

Η σχέση των Ελλήνων με τα λουλούδια είναι πανάρχαια και αυτό φαίνεται από τη μυθολογία μας, η οποία συνεχώς αναφέρεται σε ιστορίες για όλα, σχεδόν τα λουλούδια της Ελλάδας.

Σε λίγες μέρες γιορτάζουμε το Πάσχα, που είναι η μεγαλύτερη γιορτή του Ελληνικού λαού. Το Ελληνικό Πάσχα έχει μια ιδιαίτερη ελληνική φυσιογνωμία. Μετά το χαρμόσυνο γεγονός της Ανάστασης, ακολουθεί το έθιμο που είναι: ο περίφημος οβελίας. Είναι το “ιερό σφάγιο” της οικογένειας, που όλοι οι συγγενείς με χαρά θα απολαύσουν τα μικρά αρνιά ή κατσίκια που σφάχτηκαν για να προσφέρουν το Λαμπριάτικο απολαυστικό γεύμα.

Δύο ίδια Πασχαλινά γεγονότα

Αυτό το σφαγμένο μικρό αρνάκι ή κατσικάκι στενοχωρούσε πολύ τα μικρά παιδιά στο παρελθόν, ιδιαίτερα αν είχαν δει αυτό το μικρό ζωάκι προ του θανάτου του. Θυμάμαι, πριν από χρόνια, μου είχε πει ο Νίκος ότι όταν ήταν μικρό παιδί 5 ή 6 χρόνων έφεραν οι γονείς του στο σπίτι τους στην Ερμούπολη μια μικρή κατσικούλα. Το σπίτι τους είχε έναν ωραίο κήπο και μπορούσαν να την φιλοξενήσουν. Ο μικρός Νίκος ενθουσιάστηκε, την βάφτισε Λευκή και άρχισε όχι μόνο να την αγκαλιάζει και να παίζει μαζί της, αλλά με την άδεια της μητέρας του, αντί στον κήπο, την φιλοξενούσε στο υπνοδωμάτιό του. Περνούσαν οι μέρες και ο Νίκος με τη Λευκή είχαν γίνει “φίλοι” και περνούσαν πολύ ωραία.

Ο Νίκος ήταν ενθουσιασμένος, ώσπου....ένα πρωινό ξύπνησε και δεν την είδε πουθενά. Ούτε στο σπίτι, ούτε στον κήπο. Στενοχωρήθηκε. Τότε οι γονείς του είπαν ότι τη Λευκή την πήγαν να δει την μητέρα της που της είχε λήψει τόσες μέρες. Και ο μικρός περίμενε. Ήρθε το Πάσχα, έφαγαν το ψητό κατσικάκι και οι μέρες περνούσαν. Η Λευκή δεν επέστρεψε στον φίλο της και κάποτε εκείνος έμαθε την αλήθεια, ένα περίπου χρόνο μετά. Έχουν περάσει τόοοσα χρόνια και ποτέ δεν ξεχνά την “φίλη” του τη Λευκή. Η λύπη του ήταν μεγάλη.

Παρόμοιο Πασχαλινό γεγονός

Πριν λίγες μέρες συναντήθηκα στην Ερμούπολη με την Νινέτα Καμπέλη και μου χάρισε το “βιβλιαράκι” της με τον τίτλο: “Μεγαλώνοντας στην απάνω Σύρα”. Καλογραμμένα και ευχάριστα τα κείμενά της, αναφέρεται στις παραδόσεις, στη γνωριμία με τη φύση και τα βότανα από τα βουνά και τα χωράφια και θυμάται τους μύθους και τις ιστορίες που άκουγε από τη μητέρα της και τη γιαγιά της: “Στο βράχο που φύτρωσα” γράφει “ανάμεσα σε ξερούς λίθους και δύσβατα περάσματα, στο λίγο χώμα που άφηναν οι πέτρες ανάμεσά τους, περνούσαν τις νύχτες οι νεράιδες, μας έλεγε στα παραμύθια της η γιαγιά... Οι νεράιδες στήνανε χορό τις νύχτες στην πηγή του Αι Θανάση... Έτσι περνούσα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, την δεκαετία του '50 στην Απάνω Χώρα της Σύρας. Με αρωματισμένα παραμύθια, μοσχοβολιές από βότανα και μοσχομυρωδάτες μπουκιές...”. Με ωραία περιγραφή συνεχίζει η Νινέτα να αναφέρεται στη γνωριμία με τα φυτά και τα βότανα της Απάνω Μεριάς, όπως το χαμομήλι, το φασκό, το δυόσμο ή τζιβαέρι, τη ρίγανη, το θυμάρι, το δενδρολίβανο... και τόσα άλλα. Γράφει ακόμη για όλα τα ωραία φαγητά που συνήθιζε να φτιάχνει η μάνα τις Κυριακές στο σπίτι και ιδιαίτερα τις Μεγάλες Γιορτές. Και αυτό το ωραίο “βιβλιαράκι” τελειώνει μ' ένα κείμενο για το Πάσχα: “Όσες Λαμπρές κι αν πέρασα στη διαδρομή μου στο χρόνο, θα αναβιώνω πάντα με το νου εκείνο το Πάσχα των έξι μου χρόνων, αφυπνίζοντας μνήμες από στιγμές που είχαν στιγματίσει τη ζωή μου. Πέρα από το τελετουργικό κομμάτι, με το θρησκευτικό του χαρακτήρα, η παιδική μου ματιά εισέπραττε βαρβαρότητα. Θυμάμαι τον πατέρα μου ένα ανοιξιάτικο βράδυ να επιστρέφει στο σπίτι από τη δουλειά κρατώντας στην αγκαλιά του ένα άσπρο χνουδάτο και μπουκλάτο μπαλάκι. Το έφερε κοντά μου, για να παίξω μαζί του, γιατί ήμουν η πιο μικρή στο σπίτι. Ήταν ένα χαριτωμένο, μικρό και φοβισμένο προβατάκι. Άνοιξα αμέσως την αγκαλιά μου και το καλοδέχτηκα. Η μάνα μου είχε αναθέσει το ανέθρεμμα κι η φροντίδα του μου ήταν κάτι σαν παιχνίδι... Έφτιαξε κι ένα αυτοσχέδιο μπιμπερό για το υιοθετημένο μικρό μου ζωάκι. Κανείς δεν τόλμησε να μου ομολογήσει όταν πρωτογνώρισα τον Κίτσο, έτσι τον φώναζα... ότι είχε ένα προορισμό... Αφέθηκα στο μεγάλωμά του και γίναμε οι καλύτεροι φίλοι. Η μάνα είχε ένα βοηθητικό χώρο στο σπίτι, το κελάρι, με χώμα για πάτωμα και εκεί είχε τη σκάφη που έπλενε τα ρούχα.... Σε μια γωνιά του δωματίου αυτού λοιπόν, είχε στρώσει ένα τσουβάλι για να κουρνιάζει ο Κίτσος... Μαζί με το μπιμπερό η μάνα μου έδωσε κι ένα φαράσι και μια σακούλα και με καθιστούσε υπεύθυνη να μαζεύω τις βερβελιές του. Εγώ βρήκα απασχόληση κι η μάνα την ησυχία της! Η χαρά μας εμένα και του Κίτσου, που είχε ωστόσο μεγαλώσει, ήταν να τρέχουμε μετά το σχολείο στα χωράφια, εκείνος να βοσκά και γω να τον προστατεύω.

Ώσπου ήγγικεν η ώρα... Μεγάλη Πέμπτη έκλειναν τα σχολεία για τις πασχαλινές διακοπές ως είθισται. Γυρίζω σπίτι και τρέχω στο κελάρι γεμάτη όνειρα πως όλες τις διακοπές θα τις πέρναγα μαζί του, αλλά... άφαντος ο Κίτσος! Ήταν το πρώτο δράμα που βίωνα και ο πρώτος εχθρός που απέκτησα. Και ποιος ήταν αυτός; Ο σφαγέας του καλύτερού μου φίλου! Για αρκετά χρόνια, δεν ήθελα να τρώω αρνί το Πάσχα. Αυτό ήταν καθαρά προσωπικό μου, γιατί οι υπόλοιποι στο σπίτι έχαιραν άκρας ευτυχίας.... Ξημέρωμα του Μεγάλου Σαββάτου, κι ο Κίτσος... σε μερίδες! Από πολύ πρωί είχα πάρει τους δρόμους γιατί δεν άντεχα το θέαμα. Οι υπόλοιποι ασχολιόντανε με τη μαγειρίτσα, την αιματιά, τα μαρούλια για τη σαλάτα... και τα κατσικίσια τυράκια σε πιατελίτσα για τη νύχτα της Ανάστασης. “Μεγάλη Κυριακή, μπουμ από δω! Μπουμ από κει! Και οι Εβραίοι στη φυλακή!” φώναζαν τα παιδιά στους δρόμους πετώντας στρακαστρούκες και βαρελότα. Εκείνο το Πάσχα είχανε καεί τα φρύδια του μικρού μου αδελφού από τα βαρελότα. Η μάνα και η γιαγιά ανασκουμπωμένες πάνω από τον Κίτσο... Ετοίμαζαν το ψητό για το φούρνο. Εκείνη τη χρονιά δεν έβαλα στο στόμα μπουκιά!”

Είναι απίστευτο! Δύο ίδια περιστατικά, ένα από Ερμούπολη, ένα από Άνω Σύρο με την ίδια χαρά αλλά και θλίψη. Ίσως να υπάρχουν κι άλλα παρόμοια.

Ετικέτες: