Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε.

Μεγάλα τα ποσοστά φτώχειας στην Ελλάδα

  • Παρασκευή, 24 Σεπτεμβρίου, 2021 - 06:15

Οι προκλήσεις και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όπως καταγράφονται από το Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε..

Τα τελευταία διαθέσιμα μακροοικονομικά δεδομένα δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε μια φάση ανάκαμψης η δυναμική της οποίας θα εξαρτηθεί, πέραν της αβεβαιότητας που

εξακολουθεί να δημιουργεί η εξέλιξη της πανδημίας COVID-19, από την ουσιαστική αύξηση της απασχόλησης και του διαθέσιμου εισοδήματος και τη διατηρησιμότητα του ιδιωτικού χρέους και της συνολικής ζήτησης.

Παράλληλα, η πορεία της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας, η αντίδραση των κεντρικών τραπεζών στην πίεση των πληθωριστικών προσδοκιών, οι επιπτώσεις της ακρίβειας στην

αγοραστική δύναμη και στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, οι δημοσιονομικές επιλογές της Ε.Ε. και η μεταβολή σημαντικών κοινωνικών δεικτών θα καθορίσουν το οικονομικό, κοινωνικό και

πολιτικό περιβάλλον που θα επιταχύνει ή θα επιβραδύνει τη δυναμική της μεγέθυνσης του ΑΕΠ.

Είναι καθοριστικής οικονομικής και κοινωνικής σημασίας να αντιμετωπιστούν οι αποκλίνουσες επιπτώσεις της πανδημίας στην απασχόληση σε όλους τους κλάδους. Τα προγράμματα στήριξης των εργαζομένων στις επιχειρήσεις και στους κλάδους της οικονομίας που έχουν πληγεί από την πανδημία και εξακολουθούν να κινδυνεύουν από πιθανά νέα κύματα του ιού πρέπει να παραμείνουν

σε ισχύ. Ο περιορισμός αποκλεισμών στην απασχόληση και η ελαχιστοποίηση της απώλειας θέσεων εργασίας είναι ζωτικής σημασίας για να διασφαλιστεί ότι η αγορά εργασίας θα ανακάμψει

γρήγορα και βιώσιμα μετά την πανδημία. Στο πλαίσιο αυτό είναι απολύτως απαραίτητες στοχευμένες πολιτικές για τμήματα της αγοράς εργασίας σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο (π.χ. νέοι, χαμηλής ειδίκευσης, μακροχρόνια άνεργοι) που έχουν υποστεί τις συνέπειες της πανδημίας και πιθανά να υστερήσουν στη φάση της ανάκαμψης.

Κίνδυνος φτώχειας και συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα

Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η αύξηση των τιμών λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο κατά την οποία τα νοικοκυριά βρίσκονται σε δεινή χρηματοοικονομική κατάσταση, αφού ούτε τα εισοδήματα ούτε τα ποσοστά απασχόλησης και φτώχειας έχουν ανακάμψει από την παρατεταμένη οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας και την επίπτωση της πανδημικής κρίσης στην οικονομία. Είναι ενδεικτικό ότι το 2020 το ποσοστό των πολιτών άνω των 18 ετών που διαβιούσαν σε συνθήκες σοβαρής υλικής υστέρησης διαμορφώθηκε στο 15,9%, ανακόπτοντας την τάση αποκλιμάκωσης του συγκεκριμένου δείκτη που καταγράφεται στη χώρα μας από το 2017 και ύστερα. Μεταξύ των εργαζομένων, το ποσοστό σοβαρής υλικής υστέρησης στη χώρα μας σημείωσε άνοδο 0,6 ποσοστιαίων μονάδων και ανήλθε στο 11,7%, αποτυπώνοντας την επίπτωση της πανδημικής κρίσης στην αγορά εργασίας και στο εισόδημα των εργαζομένων.

Αξίζει να αναφερθεί ότι το συγκεκριμένο ποσοστό, αν και 4,2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο έναντι του 2015, είναι το υψηλότερο τόσο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-27, όσο και του αντίστοιχου στη χώρα μας πριν την ένταξή της στα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής το 2009. Η Ελλάδα μάλιστα, μαζί με την Ιρλανδία, τη Δανία, την Ισπανία και το Λουξεμβούργο αποτελούν τις μοναδικές περιπτώσεις χωρών της ΕΕ-27 στις οποίες το ποσοστό σοβαρής

υλικής υστέρησης υπερβαίνει εκείνο του 2009.

Ανησυχητικό είναι επίσης το γεγονός ότι, παρά τη χρηματοοικονομική στήριξη την οποία παρείχε ο δημόσιος τομέας σε επιχειρήσεις και εργαζομένους, σχεδόν ένας στους δύο ανέργους και ένας στους τέσσερις οικονομικά μη ενεργούς κάτω των 65 ετών βρίσκονταν το 2020 σε κίνδυνο φτώχειας. Το στοιχείο αυτό είναι ενδεικτικό της χρόνιας αναποτελεσματικότητας που χαρακτηρίζει το δίχτυ κοινωνικής προστασίας, η οποία γίνεται πιο αισθητή σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή της πανδημίας, με την Ελλάδα να έχει έναν από τους υψηλότερους αριθμούς ανέργων και οικονομικά μη ενεργών στην ΕΕ.

Από την εξέταση των στοιχείων προκύπτει ότι η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών αντιστοιχεί στο 88% του μισθού διαβίωσης, χωρίς να συνυπολογίζονται ενοίκιο ή τόκοι ενυπόθηκου δανείου. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και την επιβάρυνση από το ενοίκιο, τους τόκους ενυπόθηκου δανείου ή του κόστους συντήρησης της οικίας, τότε είναι πολύ πιθανό η μέση δαπάνη του νοικοκυριού να υπερβαίνει το επίπεδο του μισθού διαβίωσης.

Από αυτό το εύρημα προκύπτουν τα εξής δύο σημαντικά συμπεράσματα:

1. Όσο ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο σχετικής (και απόλυτης) φτώχειας και το εγχώριο παραγωγικό σύστημα δημιουργεί χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, τόσο το ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας θα παραμένει υψηλό και το επίπεδο διαβίωσης μεγάλης μερίδας των πολιτών θα είναι χαμηλό.

2. Ακολούθως, τα άτομα σε κίνδυνο φτώχειας είναι αναγκασμένα να δανειστούν ή να αξιοποιήσουν τις καταθέσεις τους, πράγμα που τα οδηγεί σε μεγαλύτερη φτώχεια. Επίσης, το γεγονός αυτό δημιουργεί σημαντική δυναμική αύξησης της ανισότητας εισοδήματος και πλούτου, υπονομεύοντας ταυτόχρονα τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της οικονομίας σε μακροοικονομικό επίπεδο.

Η δυσκολία κάλυψης των δαπανών διαβίωσης δεν αφορά μόνο τα φτωχά νοικοκυριά αλλά περίπου το 1/3 του συνόλου των νοικοκυριών. Ταυτόχρονα, ελάχιστα ήταν τα νοικοκυριά τα οποία μπορούσαν να συντηρήσουν το ίδιο επίπεδο διαβίωσης για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών.

Η αδυναμία της συντριπτικής πλειονότητας των νοικοκυριών να αποταμιεύσει δημιουργεί ανησυχία αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους συνοχή, τη μεσοπρόθεσμη δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά και την αύξηση της οικονομικής ανισότητας μεταξύ των πολιτών. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2019 η εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα

ήταν υψηλότερη τόσο του μέσου όρου της Ευρωζώνης όσο και του μέσου όρου της ΕΕ.

Ολοκληρώνοντας, σε αυτό το τοπίο, η ακρίβεια που σημειώνεται σε βασικά αγαθά θα υποβαθμίσει περαιτέρω το επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών και την κοινωνική συνοχή. Μια αλλαγή του μείγματος και των στόχων της φορολογικής και της κοινωνικής πολιτικής σε συνδυασμό με τον έλεγχο της αγοράς για την αποτροπή υπερτιμολογήσεων και άλλων πρακτικών αισχροκέρδειας είναι απαραίτητη. Όμως, ζωτικής σημασίας για την οικονομική και την κοινωνική σταθερότητα της χώρας είναι ο άμεσος αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής με επίκεντρο την

κοινωνική ευημερία, την ποιοτική απασχόληση και την ποιότητα ζωής των πολιτών. Η τριμηνιαία δυναμική της μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι ένας δείκτης που δεν αποτυπώνει τις μεγάλες οικονομικές ανισότητες, τον κίνδυνο φτώχειας και φτωχοποίησης πολλών νοικοκυριών, την υπερσυσσώρευση ιδιωτικού και δημόσιου χρέους και τα προβλήματα βιωσιμότητας της κοινωνίας.

Ετικέτες: