Δελτίο Τύπου του Συλλόγου Διοικητικού Προσωπικού Πανεπιστημίου Αιγαίου σχετικά με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου του ΥΠΑΙΘ "Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα

"Αδιαφανές μοντέλο διοίκησης και κατάργηση του αυτοδιοίκητου του Πανεπιστημίου"

  • Τετάρτη, 15 Ιουνίου, 2022 - 10:22

Το ΔΣ του Συλλόγου Διοικητικού Προσωπικού του Πανεπιστημίου Αιγαίου «Ασημάκης Πανσέληνος», κατά την 8η έκτακτη συνεδρίασή του στις 9 Ιουνίου 2022, διαμόρφωσε ένα συνοπτικό κείμενο παρατηρήσεων επί του συνόλου του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και λοιπές διατάξεις».

Το νομοσχέδιο: 
- Προτείνει ένα εξαιρετικά συγκεντρωτικό και αδιαφανές μοντέλο διοίκησης που καταργεί το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου, χωρίς θεσμικά αντίβαρα ελέγχου, μέσω της θεσμοθέτησης ενός Συμβουλίου Διοίκησης (ΣΔ) που κατά 5/11 αποτελείται από εξωτερικά μέλη ΔΕΠ, ψηφίζει και παύει Πρύτανη, επιλέγει και παύει Κοσμήτορες και Αντιπρυτάνεις, έχει τον αποκλειστικό οικονομικό και διοικητικό έλεγχο του Ιδρύματος, καθώς και τον έλεγχο των εκλογικών διαδικασιών μελών ΔΕΠ (έλεγχο των μητρώων των γνωστικών αντικειμένων, έλεγχο των μητρώων των εσωτερικών και εξωτερικών εκλεκτόρων). Τοποθετείται Εκτελεστικός Διευθυντής, ο οποίος προΐσταται των οργανικών μονάδων του Α.Ε.Ι. και του προσωπικού τους και επικουρεί το Συμβούλιο Διοίκησης και τον Πρύτανη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. 
- Αίρεται η δημοκρατική νομιμοποίηση των μονοπρόσωπων οργάνων από την ακαδημαϊκή κοινότητα, αφού σημαντικά μέλη της Πανεπιστημιακής Κοινότητας (ΕΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, διοικητικοί και φοιτητές) δεν μετέχουν πλέον στις αρχαιρεσίες ανάδειξης Πρύτανη, που ψηφίζεται πλέον αποκλειστικά από το ΣΔ και ειδικότερα οι διοικητικοί υπάλληλοι δεν εκπροσωπούνται καν στο μοναδικό εναπομένον ανώτατο συλλογικό όργανο των Ιδρυμάτων, τη Σύγκλητο. Η δε Σύγκλητος, το πλέον δημοκρατικό συλλογικό όργανο στο οποίο μετείχαν τα εκλεγμένα μέλη της Πρυτανικής Αρχής, εκλεγμένοι εκπρόσωποι από όλα τα Τμήματα και τις Σχολές και από όλα τα μέλη της Πανεπιστημιακής Κοινότητας, αποδυναμώνεται πλήρως ως προς τη λειτουργία και τις αποφάσεις της, οι οποίες θα αφορούν πλέον αμιγώς ακαδημαϊκά ζητήματα, μια διάκριση που δεν είναι ξεκάθαρη εφόσον αφορά ανώτατα Ιδρύματα με εκπαιδευτική και ερευνητική λειτουργία.
- Το διοικητικό προσωπικό απομακρύνεται εντελώς από τα όργανα Διοίκησης και από τα κέντρα λήψης αποφάσεων ενώ νομιμοποιούνται πλήρως οι ελαστικές σχέσεις εργασίας προσωπικού, αφού δημιουργείται μεγάλος αριθμός νέων δομών και τμημάτων χωρίς να προβλέπεται η στελέχωση τους με νέο μόνιμο προσωπικό. Η υπάρχουσα υποστελέχωση των υπηρεσιών των ΑΕΙ είναι μεγάλη και έχει οδηγήσει σε εργασιακή εξουθένωση των υπαλλήλων, οι οποίοι πλέον δεν θα έχουν το δικαίωμα να μετακινηθούν χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Πρύτανη. Κεντρικές και Ιδρυματικές διοικητικές υπηρεσίες στελεχώνονται ήδη από συμβασιούχους που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, πάνω από δύο έτη, χωρίς να έχουν ίσα δικαιώματα με τους μόνιμους και ΙΔΑΧ συναδέλφους τους, ενώ αντιμετωπίζουν καθημερινά τον κίνδυνο της απόλυσης και της αντικατάστασής τους από άλλους συμβασιούχους ή και από εργολάβους. Επιπλέον, η έγκριση της διάθεσης ίδιων πόρων του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας (Ε.Λ.Κ.Ε.) για τη στελέχωση των υπηρεσιών με νέο έκτακτο προσωπικό ελλοχεύει τον κίνδυνο της συνεχούς περικοπής των κονδυλίων του τακτικού προϋπολογισμού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και της ολοένα αυξανόμενης αυτοχρηματοδότησης των Ιδρυμάτων. Η στελέχωση αυτή με νέο έκτακτο προσωπικό, χρηματοδοτούμενο από τον ΕΛΚΕ των Πανεπιστημίων, που δύναται να απασχολείται καθ΄ υπέρβαση του κανονικού ωραρίου εργασίας, καθώς και Σάββατα, Κυριακές, αργίες και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες εργασίας, προδιαγράφει το πλαίσιο σύναψης νέων συμβάσεων ομηρίας και  εργασιακού μεσαίωνα από Ιδρύματα ΝΠΔΔ και δη από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας. 
- Εισάγει αγοραία κριτήρια λειτουργίας στην Ανώτατη Εκπαίδευση με τη δημιουργία πολλαπλών προγραμμάτων σπουδών πρώτου κύκλου, που θα λειτουργούν παράλληλα και ανταγωνιστικά στο πρόγραμμα σπουδών ενός Τμήματος (προγράμματα σπουδών δευτερεύουσας κατεύθυνσης, προγράμματα σπουδών σύντομης διάρκειας, πιστοποιητικά ψηφιακών δεξιοτήτων, διατμηματικά, δια-ιδρυματικά, τριετή, ακόμα και μονοετή προγράμματα σπουδών), θα παράγουν πτυχιούχους πολλαπλών ταχυτήτων και θα δημιουργούν περισσότερες επικαλύψεις στα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων. Κατά αυτόν τον τρόπο υπονομεύεται η αξία των πτυχίων των ελληνικών δημόσιων Πανεπιστημίων, η οποία απειλείται ήδη από την πλήρη αναγνώριση των πτυχίων της αλλοδαπής στο ΔΟΑΤΑΠ, με εξίσωση των τριετών σπουδών στο εξωτερικό με τις τετραετείς στην Ελλάδα και προετοιμάζει το έδαφος για την εξίσωση και των πτυχίων των κολλεγίων. 
- Διευρύνει την εμπορευματοποίηση της δημόσιας παιδείας με την πλήρη απελευθέρωση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, τη δημιουργία ξενόγλωσσων προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων με δίδακτρα, τη δημιουργία επαγγελματικών μεταπτυχιακών και βιομηχανικών διδακτορικών προγραμμάτων, στα οποία θα διδάσκουν τα μέλη ΔΕΠ με υπερωριακή απασχόληση. Επεκτείνει περαιτέρω τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης και τον κατακερματισμό των εργασιακών σχέσεων και στο διδακτικό προσωπικό, με διαφορετικές συμβάσεις εργασίας (συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή συμβάσεις ανάθεσης έργου), με χρηματοδότηση από εγχώρια ή διεθνή προγράμματα και ύψος αμοιβής που μπορεί να καθορίζεται από τη Συνέλευση του Τμήματος. Η πρόσθετη κατάργηση της δυνατότητας μονιμοποίησης των επίκουρων Καθηγητών/τριών δημιουργεί σε μια μεγάλη μερίδα Πανεπιστημιακών εργασιακή ανασφάλεια και σχέσεις εξάρτησης από μέλη ΔΕΠ σε μόνιμες βαθμίδες.
- Η θεσμοθέτηση κριτηρίων για καταργήσεις και συγχωνεύσεις Τμημάτων, όπως ο δυσανάλογα μικρός ετήσιος αριθμός φοιτητών/τριών ή αποφοίτων του Πανεπιστημίου σε σύγκριση με τον αριθμό των μελών ΔΕΠ καθώς και η ιδιαίτερα χαμηλή προτίμηση για εισαγωγή στα προγράμματα σπουδών τυπικής εκπαίδευσης που παρέχει ένα ΑΕΙ, αποκαλύπτει ότι η θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής αποτελεί το μέσο για την προσεχή κατάργηση Τμημάτων με ταχύτατες διαδικασίες, τις οποίες αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει η αναβαθμισμένη πλέον Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, με κριτήρια κάθε άλλο παρά ακαδημαϊκά.