Η μεγάλη ώρα του 1940

  • Πέμπτη, 27 Οκτωβρίου, 2016 - 06:11
  • /   Eνημέρωση: 27 Οκτ. 2016 - 7:32

28 Οκτωβρίου 1940! Μια ημερομηνία που θα μείνει ανεξίτηλα γραμμένη στις ιστορικές σελίδες όχι μόνο τις Ελληνικές, αλλά και τις παγκόσμιες.

Το Ελληνικό Έπος του 1940-41 στα Αλβανικά βουνά είναι ένα μικρό κομμάτι από την ιστορία του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, πολύ σημαντικό όμως, όχι μόνο για εμάς τους Έλληνες, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο.

Τι πρόσφεραν, αυτή τη μεγάλη μέρα, στον αγώνα της ελευθερίας μια φούχτα Έλληνες που σκαρφάλωσαν ξαφνικά σε κορφές απότομες όπως ο Σμόλικας κι ο Γράμμος; Κι όμως αυτοί οι λίγοι Έλληνες πρόσφεραν τη Νίκη, την πρώτη Νίκη.

Και...ένας Ευρωπαϊκός ραδιοσταθμός έκανε ένα επαινετικό σχόλιο: “Επολεμήσανε άοπλοι εναντίον πανόπλων και ενικήσανε. Μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς γιατί είσθε Έλληνες. Σας ευγνωμονούμε!”.

Μια Ιαπωνική εφημερίδα έγραφε: “Η χώρα μας, στην οποία τιμάται ιδιαίτερα η ανδρεία, παρακολουθεί με θαυμασμό τον αγώνα των Ελλήνων στην Αλβανία και μας συγκινεί τόσο ώστε, παραμερίζοντας κάθε άλλο αίσθημα, αναφωνούμε: Ζήτω η Ελλάς”.

Το Έπος του 1940 – 41 ήταν για τους Έλληνες μια σταυροφορία. Ήταν όμως σίγουροι ότι το δίκιο κι ο Ουρανός ήταν με το μέρος τους, αλλά εμπιστεύθηκαν την προστασία της Παναγίας που ήταν πάντα κοντά τους.

Στα απομνημονεύματα του Ιταλού πρέσβη Εμμ. Γκράτσι, που έζησε από κοντά την αρχή του αγώνα, μεταξύ άλλων έγραψε στα απομνημονεύματά του: “...Το έγκλημα της Τήνου είχε για αποτέλεσμα, για να μην πω έκανε το θαύμα, να δημιουργηθεί σε όλη την Ελλάδα μια απόλυτη ενότητα ψυχών. Όλοι πείστηκαν...Μοναρχικοί και Βενιζελικοί, πως ένα μόνο αδυσώπητο εχθρό είχε η Ελλάδα: την Ιταλία...” Απίστευτο;

Η Πορεία προς το Μέτωπο

“Ξημερώνοντας τ' Αγιαννού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε λέει, να πιάσουμε τις γραμμές από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκεί οι φαντάροι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας στα γλυκά τριξίματα της γης και δειλά συλλαβίζαμε τα γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων. Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μια – μια εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Άλλες φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι, ότι κινούσαμε και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλανε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια κι όπως το ‘χε συνήθειό του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως. Τότες, χωμένοι μες τις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δεν δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους…Δώδεκα μέρες κιόλας περάσανε. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι – πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε…έτσι επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο, ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη όπου φορές εκαταβούλιαζε πάλι ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι όταν ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη οπού δεν έχει, καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γέρους, μήτε φτωχούς και πλούσιος, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος ν’ ακούμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα…ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ το άλλο μέρος να ‘ρχονται οι αργίες οι συνοδείες με τους τραυματίες τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν καυτές από την πίσσα του βυθού…και κάποτε πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνιασμα, ίδιο ροχαλητό, που λέγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου….Και περπατούσαμε κι ήταν κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς. Και…τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές – μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες!

«Μας βοηθάει η Παναγιά» έλεγαν οι πιο πολλοί, «Μεγάλη η χάρη της»…

Αλβανία 1941 – Ο Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε την Παναγία.

Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης ήταν στρατιώτης στην Αλβανία το 1941 και αρκετά χρόνια μετά είπε: «Πριν πάμε στη Φτέρα, οπισθοχωρώντας από το χωριό Κούτσι, όπου μείναμε πολύ καιρό, το Τάγμα μου παράγγειλε να ζωγραφίσω μια Παναγιά. Που να τη ζωγραφίσω; Δεν είχαμε χαρτί…τίποτα. Και ζωγράφισα την Παναγία πάνω σ’ ένα καπάκι κιβωτίου από ρέγκες, για να μπει στην εκκλησία που χτίσανε οι στρατιώτες (μάλλον τροποποίησαν έναν ερειπωμένο μύλο σε εκκλησία). Όπως έλεγαν, η εκκλησία αυτή ήταν στον τόπο που εμφανίστηκε η Παναγία και είπε ότι τη Λαμπρή θα ήμασταν σπίτι μας. Στο κάτω μέρος της Παναγίας έβαλα δυο μικρές εικόνες: την εμφάνιση της Παναγίας μες τις κουμαριές και τον ανθυπασπιστή δίπλα στους στρατιώτες του ΣΤ΄ Μηχανικού που χτίζουν την εκκλησία. Την εικόνα την αποτελείωσα στη Φτέρα και εκεί παρεδόθη στον διοικητή που την παρέδωσε σ’ έναν Έλληνα χωροφύλακα να την πάει στην εκκλησία στο Κούτσι…»

 

 

Ετικέτες: