Όχι βρε παππού...

Εικόνα Άννα - Τερέζα Δαλμυρά

Αρνήθηκα να ακούσω για άλλη μία φορά αυτά που έλεγες και “ρίχτηκα” με τα μούτρα στο πιάτο μου. Προσπάθησα να ξεγελάσω τον εαυτό μου σκεπτόμενη πως μάλλον δε θα άκουσα καλά όσα φώναξες αφού στο χώρο ακουγόταν δυνατά ένα ρεμπέτικο τραγούδι της Σωτηρίας Μπέλου. Εσύ επανέλαβες ξανά αυτήν την πρόταση και αμέσως αναζήτησα άλλη δικαιολογία. Σε είδα να κρατάς ένα ποτήρι κρασί να εύχεσαι εις υγείαν σε εκείνον που σε κερνούσε και να υποστηρίζεις τα ίδια. Ευχήθηκα πως οι λέξεις θα είχαν “παντρευτεί” με τη ζάλη σου και θα έπαιρναν άναρχα θέση στις προτάσεις σου δημιουργώντας ασάφειες. Όμως εσύ... επέμεινες. Έστρεψα το βλέμμα μου προς το δικό μου ποτήρι, το γέμισα με κρασί και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα το είχα αδειάσει.

“Στη Χούντα τουλάχιστον είχαμε να φάμε” είπες.

Δεν πέτυχε το “κόλπο” με το κρασί κι εγώ, έχοντας στερέψει από εναλλακτικούς τρόπους που με έκαναν να διαγράφω διαμιάς αυτό που έλεγες, δεν μπορούσα να κρυφτώ πια πίσω από το δάχτυλό μου. Δε θα στο κρύψω, με τρόμαξες! Αισθανόμουν να έρχομαι αντιμέτωπη με τον “εφιάλτη”. Να σε ακούω να “υμνείς” σχεδόν την περίοδο της Χούντας και ουδείς από τους παρευρισκομένους να αντιδρά. Μάλιστα η παρέα των νέων ανθρώπων δίπλα σου το διασκέδαζε. Θλιβερό. Σε κοίταξα με μάτια γεμάτα θυμό και απορία για όσα σε έκαναν να “νοσταλγείς” σχεδόν εκείνη την εποχή που... Είχατε να φάτε.

“Γιατί τώρα που ζεις; Τουλάχιστον στη Χούντα είχαμε να φάμε”, μονολόγησες ξανά σε κλάσματα δευτερολέπτου, προκαλώντας μου εντονότερα αρνητικά συναισθήματα από αυτά που είχαν αρχίσει να με κυριεύουν. Τέτοια συναισθήματα, που ένιωθα να ανατριχιάζω και ρίγη φόβου να “αγκαλιάζουν” το ήδη μουδιασμένο μυαλό μου. Οι σκέψεις άρχισαν να σβήνουν και καταλάβαινα πως το πρόσωπό μου είχε υποδεχθεί την οργή. Ο λόγος; Προφανής! Αρνούμαι να ακούω αυτή τη φράση... “Στη Χούντα τουλάχιστον είχαμε να φάμε”. Πώς να το εξηγήσω; Μου πολλαπλασιάζει την ανασφάλεια που βιώνω σε ετούτο τον τόπο και...

“Γ.Π.” είπες στη συνέχεια και πριν προλάβω να “μεταφράσω” τα λόγια σου, εξήγησες συλλαβιστά στο συνδετημόνα σου, “Γεώργιος Παπαδόπουλος. Θα μιλήσω στα εγγόνια μου. Τουλάχιστον τότε, είχαμε να φάμε”.

Ξαφνικά, όλα στο νου μου άρχισαν να “ξυπνούν” και τα λόγια σου, σοκάροντάς με, άρχισαν να “γεννούν” σκέψεις στο μυαλό μου από όσα έχω διαβάσει.
Φυλακίσεις, βασανιστήρια, ανύπαρκτες πολιτικές ελευθερίες, και εξορίες. Αλλά... ναι! Μα φυσικά... Στη Χούντα είχατε να φάτε. Να το πεις στα εγγόνια σου..., σκέφτηκα με χλευαστική διάθεση και αποφάσισα να σου εκμυστηρευτώ όσα σκέφτομαι. Θυμωμένη αλλά ειλικρινής!

Με περίσσια δόση ειρωνείας προς αυτά που έλεγες και επειδή συχνά ακούω πολλούς – κατά τα άλλα - συμπαθείς παππούδες στην ηλικία σου να ξεστομίζουν αυτή την κατάρα, να μου επιτρέψεις να σου πω αυτά που υποστηρίζουν έστω κάποιοι νέοι που έχουν αντιληφθεί ότι έχουμε εισέλθει σε μία νέα – χρονικά - περίοδο Χούντας. Σιωπηλά και με έντεχνο τρόπο.

Φυλακισμένοι αισθανόμαστε εμείς σε μία χώρα προτεκτοράτο, με καθημερινά βασανιστήρια ανοχής στη φθήνια, στην εκμετάλλευση, στην προκλητικότητα της ξεδιάντροπης πολιτικής, με ανύπαρκτες πολιτικές ελευθερίες, εξορίες – μεταναστεύσεις και με την εικόνα πολλών συνανθρώπων μας να μην έχουν ούτε να φάνε.

Δυστυχώς, όταν έλεγες αυτά, δεν τόλμησα να σου απαντήσω εκείνη τη στιγμή παρουσία πολλών ανθρώπων. Πλήρωσες το λογαριασμό, χαιρέτησες εμάς και τη Σωτηρία Μπέλου και πήρες το δρόμο της επιστροφής.

Τελικά όμως το μετάνιωσα. Σηκώθηκα και βγήκα να σε αναζητήσω. Φαινόταν η σκιά σου να απομακρύνεται. Σου φώναξα. Με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, σου φώναξα. “Παππού, έϊ παππού, γύρνα πίσω. Δεν ξέρω αν με ακούς αλλά στάσου! Αντιλαμβάνομαι πως η νέα σκληρή πραγματικότητα μπορεί να σου φανερώνει θυμό, απογοήτευση και πόνο. Μα επειδή το παρόν και το μέλλον ανήκει στη νέα γενιά, τουλάχιστον μη μεταφέρεις στα μικρά παιδιά αυτή την άποψη.

  • Έϊ παππού, με ακούς;
  • Μπα!
  • Στάσου παππού.
  • Μπα!
  • Όχι βρε παππού...

Διαβάστε ακόμα