Η Σύρος που αγάπησα και με ευλόγησε
- Τετάρτη, 4 Δεκεμβρίου, 2013 - 06:10
Αργά το βράδυ της 7 Δεκεμβρίου 1946, η πατρική μου οικογένεια αποβιβάστηκε στη Σύρο, όπου είχε τοποθετηθεί ο πατέρας μου, προκειμένου να υπηρετήσει ως εισαγγελέας πρωτοδικών. Φυσικά, τότε, αγνοούσα οτι αυτό το πέρασμά μας απο το ωραίο και αρχοντικό νησί θα δρομολογούσε μια νέα δική μου πορεία στη ζωή, και ειδικότερα την αφύπνιση της ως τότε νωθρής μαθητικής φιλοτιμίας μου για προκοπή.
Οπωσδήποτε, νωρίς, το επόμενο πρωί, προτού να εμφανιστεί στην υπηρεσία του, ο πατέρας μου με είχε συνοδεύσει στο Γυμνάσιο της Ερμούπολης, όπου ο γυμνασιάρχης, ο αείμνηστος Αντώνιος Ρούσσος, με παρέδωσε στον καθηγητή της τάξης, που δίδασκε αρχαία και νέα Ελληνικά, καθώς και Ιστορία. Ανυπόκριτα λυπάμαι, καθώς τώρα πιά, σε χρόνο, που ξεπερνά τις έξι δεκαετίες, δεν θυμάμαι πλέον το όνομα του καλού δασκάλου μου. Οπωσδήποτε όμως εκείνος με είχε τότε ευνοήσει, καθώς μου είχε υποδείξει, να καθίσω σε κάποιο κεντρικό θρανίο, ανάμεσα στους δυό αριστούχους της τάξης του: τον Αλέκο Μάσχα και τον Βάκη Γρίσπο, απο τους οποίους, καθώς και απο άλλους συμμαθητές μας, τρείς μήνες αργότερα, οικειώθηκα και εγώ με τη φιλότιμη προσπάθεια να κατανοήσουμε και ν’ αγαπήσουμε τη διδακτική ύλη της τάξης μας −φυσικά, σε πρόδηλη απόσταση απο τη φιλοδοξία της πρωτιάς στην εκάστοτε βαθμολογία, καθώς αυτή η φωτιά ολοφάνερα φλόγιζε τους δύο όντως καταξιωμένους πρώτους συμμαθητές μας, που προανέφερα. Μια φιλοδοξία εκείνων, για την οποία όλοι οι άλλοι συμμαθητές είχαμε επίγνωση του οτι ποτέ δεν θα μπορούσαμε να οικειωθούμε. Πολύ περισσότερο, δεν το μπορούσα εγώ, καθώς, δυό μήνες μετά την εγκατάστασή μας στη Σύρο, εξακολουθούσα να διακατέχομαι απο την ανεύθυνη αδιαφορία, με την οποία είχα εγκαταλείψει το σχολείο μου στη Χαλκίδα. Πιο συγκεκριμένα: Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1947, στη Σύρο, είχαμε διακόψει τα μαθήματα, εν όψει των επικείμενων γραπτών εξετάσεων του πρώτου σχολικού εξαμήνου. Όμως, έτσι όπως ο χριστιανικός λόγος τονίζει («ο δε παράνομος Ιούδας ούκ ηβουλήθη συνιέναι»), αδιόρθωτος εγώ περνούσα αδιάφορα, χαζεύοντας, στις λίγες μέρες, πρίν απο τους διαγωνισμούς, καθώς δεν είχαμε μαθήματα στο Γυμνάσιο. Ματαίως η καημένη η μητέρα μου προσπαθούσε να με φιλοτιμήσει να προετοιμαστώ για τους επικείμενους σχολικούς διαγωνισμούς. Ώσπου έπεσε στο κρεβάτι άρρωστη, με κρυολόγημα, οπότε μας επισκέφθηκε ο γιατρός, που δεν ήταν άλλος απο τον πατέρα του προαναφερόμενου επιμελή συμμαθητή μου Βάκη Γρίσπου. Φυσικά, η μητέρα μου τον ρώτησε, πώς περνάει ο Βάκης αυτές τις ημέρες, κατά τις οποίες δεν υπήρχαν μαθήματα στο σχολείο. Έλαβε δε την αναμενόμενη απάντηση, οτι απο νωρίς το πρωί, έως αργά τη νύκτα, ο γιός του μελετούσε, δίχως καμιά ενδιάμεση ανάπαυση. Έβγαλε τότε η καημένη η μάνα μου τον καημό της ψυχής της, και ενημέρωσε τον γιατρό για τη δική μου αδιαφορία, οπότε εκείνος μου έδωσε ένα αυστηρό μάθημα, που ήταν όντως σωτήριο για τη δική μου ανευθυνότητα. Ντράπηκα, μεταμελήθηκα και φιλοτιμήθηκα να ανταποκριθώ στις σχολικές μου υποχρεώσεις. Σταθερά έκτοτε η πρωτιά του Βάκη και του Αλέκου παραδειγμάτιζε όλους εμάς τους άλλους, να μην υστερούμε, κατά τρόπο που να ντρεπόμαστε για την απόσταση που μας χώριζε.
Εφεξής, ως επιμελής πιά μαθητής, καλλιεργούσα με όλους τους συμμαθητές μου πολύ φιλικές σχέσεις, ιδίως όμως θαύμαζα τον «Αετιδέα»! Επρόκειτο για τον Βαγγέλη Ρούσσο, που αναδείχθηκε σε διαπρεπή φιλόλογο, το ήθος και η εργατικότητα του οποίου εξακολουθούν, ακόμη και στην ήδη γεροντική ηλικία των κοινών ογδόντα χρόνων μας, να είναι φωτεινό ορόσημο παραδειγματισμού για όλους εμάς τους άλλους, που ευτυχήσαμε να γνωρίσουμε το ήθος του, καθώς δεν αγνοούσαμε, οτι ο Βαγγέλης, μέσα σε σκληρή φτώχεια, αναγκαζόταν να εργάζεται τα απογεύματα σε κάποιο τυπογραφείο, όπου είχε την ευκαιρία να τυπώνει και τη δική του μικρή εβδομαδιαία μαθητική εφημερίδα, τον «Αετό»!
Δεκαετίες αργότερα, ως καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, ευτύχησα να έχω κοντά μου, αρχικώς ως αριστούχο μαθητή, στη συνέχεια ως επιστημονικό συνεργάτη, τελικώς δε και ως τον πιο αγαπημένο φίλο και συνάδελφο, τον αλησμόνητο Μάκη Φρέρη, για τον οποίο σεμνύνομαι να καταθέσω τη μαρτυρία και τη βεβαιότητά μου, οτι εκείνος υπήρξε το πιό αξιόπιστο ηθικό ανάστημα σεμνού Έλληνα στοχαστή, που γνώρισα και ευτύχησα να έχω ως φίλο, στη διαδρομή του βίου μου. Έφυγε απο κοντά μας πολύ νωρίς. Και όλοι, όσοι είχαμε δεθεί μαζί του με φιλικό δεσμό, γίναμε φτωχότεροι.
Με συγκίνηση θυμάμαι και τον τότε πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Σύρου, τον αείμνηστο φίλο και σεβαστό ευπατρίδη Δημήτρη Ρούσσο, γιό του προαναφερόμενου γυμνασιάρχη μου.
Ο Δημήτρης με είχε καλέσει επανειλημμένως στη Σύρο για δημόσιο διάλογο με την εκλεκτή κοινωνία του όμορφου νησιού. Έτσι οι δεσμοί μου με τη Σύρο έγιναν στενότεροι και πλουσιότεροι, κορυφώθηκαν δε με τα συχνά, όσο και σημαντικά, εθνικά και διεθνή συνέδρια που, μαζί με τον πρόεδρο Δημήτρη Ρούσσο και τον Μάρκο Φρέρη, καθώς και με άλλους καλούς φίλους, συναδέλφους της Ερμούπολης, οργανώναμε εκείνα τα χρόνια στο νησί, έχοντας ως ευγενικό στόχο την καλλιέργεια και την προαγωγή της επιστήμης του δικονομικού δικαίου.
Μέσα στους κόλπους αυτής της στενής και πλούσιας φιλικής συνεργασίας μας, με την ευγενική πρωτοβουλία του Δημήτρη Ρούσσου, επακολούθησε η δική μου τιμητική ανάδειξη σε επίτιμο δημότη της Ερμούπολης, καθώς και σε επίτιμο πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου της αρχοντικής τούτης πόλης μας, με τις ευγενικές παραδόσεις της.
Συγκίνηση με διακατέχει επίσης, καθώς, απο τα διεθνή συνέδριά μας στη Σύρο, θυμάμαι τη σοβαρότητα και την κατάνυξη, που χαρακτήριζαν τη συμμετοχή των ξένων συναδέλφων μας, ακόμη και απο τη μακρινή Ιαπωνία, στον κυριακάτικο εκκλησιασμό, κατά κανόνα μέσα στον περικαλλή ιερό ναό του Αγίου Νικολάου, με την κατανυκτική τετράφωνη χορωδία του, αλλά και στον μητροπολιτικό ναό των φίλων Καθολικών της Άνω Σύρου, όπου ορισμένοι ευρωπαίοι σύνεδροι, με πρόδηλη ψυχική έξαρση, είχαν κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων.
Αυτά τα βιώματα, τα οποία ευτύχησα να έχω στην ωραία Σύρο, δεν ανήκουν μόνο στο μακρινό παρελθόν, ως αχνές αναμνήσεις.
Με συνοδεύουν και με στηρίζουν ηθικώς ακόμη και στις δύσκολες μέρες που βιώνει τώρα η χώρα μας, κατά τον ιερό όρκο των αρχαίων Αθηναίων εφήβων: «και επι τοις δεινοίς, ευέλπιδες!»
Κώστας Ε. Μπέης
Ο Κώστας Ε. Μπέης, μέσα στη ροή των ογδόντα χρόνων του βίου του, ευτύχησε να εργαστεί σε πλούσιους πνευματικούς χώρους, διαμέσου των οποίων εξελίχθηκε σε αριστούχο διδάκτορα του δικαίου, σε τακτικό καθηγητή της Νομικής Σχολής Αθηνών, (ήδη απο ετών ομότιμο), περαιτέρω δε σε αριστούχο διδάκτορα της φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, καθώς και σε επίτιμο διδάκτορα της φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων.
Στο δημόσιο βίο προσέφερε τις υπηρεσίες του ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, γενικός γραμματέας του υπουργείου παιδείας, γενικός γραμματέας της Προεδρίας της Δημοκρατίας, γενικός γραμματέας της Βουλής, καθώς και ως υπηρεσιακός υπουργός δημόσιας τάξης.
Σχεδόν επι επτά χρόνια διακόνησε το έργο της χριστιανικής πίστης, ως πρωτοπρεσβύτερος, κοντά στον ήδη μακαριστό πνευματικό αδελφό του Μελέτιο, μητροπολίτη τότε Νικοπόλεως και Πρεβέζης.
Από δύο δεκαετίες, με τη σταθερή στήριξη της πολύτιμης συζύγου του Ίρμγκαρτ, ήδη συνταξιούχου συμβολαιογράφου Αθηνών, οργανώνει και διευθύνει φιλοσοφικές και επιστημονικές συζητήσεις, καθώς και άλλες εκδηλώσεις, ιδίως καλλιτεχνικές, που κατά κανόνα γίνονται κάθε Τετάρτη βράδυ, στους ωραίους κατάλληλους χώρους της Υποδοχής Θεοφάνεια, στο λόφο του Λυκαβηττού.
Το συγγραφικό έργο του Κώστα Μπέη εκτείνεται στην επιστήμη του δικαίου, τη φιλοσοφία, τη θεολογία, την ποίηση, τη μυθιστορηματική αφήγηση και τη δημοσιογραφική αρθρογραφία, κυρίως για την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα, την οποία, επι δεκαετίες, καλλιέργησε απο τις στήλες της εφημερίδας των Αθηνών «Ελευθεροτυπία».
- Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
Διαβάστε ακόμα
- Ο πιο δυνατός
28 Ιαν. 2025 - 6:12 - Στόχοι
21 Ιαν. 2025 - 6:22 - Μηχανή και άνθρωπος
14 Ιαν. 2025 - 6:13 - ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
31 Δεκ. 2024 - 6:30 - Απογραφή
24 Δεκ. 2024 - 6:22