Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ.καθηγητή καρδιολογίας

ΘΕΙΟΝ

  • Τρίτη, 13 Αυγούστου, 2019 - 06:22

Από το σκοτάδι του άγνωστου παρελθόντος, αφότου υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχει και η πίστη σε ανώτερες δυνάμεις που παίρνουν ποικίλα ονόματα, με συνηθέστερο το όνομα Θεός. Και το μεγαλύτερο ερώτημα που απασχολεί την ανθρωπότητα είναι: "Υπάρχει Θεός;" Απάντηση λογική δεν μπορεί να δοθεί, διότι αυτή εξαρτάται από την έννοια της ύπαρξης. Για να υπάρχει κάτι, πρέπει αυτό να διαφέρει κατά τι από ό,τι αυτό δεν είναι. Δεν μπορεί να νοηθεί ένας πάλλευκος λεκές πάνω σε ένα πάλλευκο σεντόνι, χωρίς άλλη αισθητή διαφορά μεταξύ τους. Ο Θεός όμως δεν είναι αισθητός. "Θεόν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε…Πνεῦμα ὁ Θεός ", βεβαιώνει ο Ιωάννης. Διαφέρει ο Θεός, ο Δημιουργός, ο Κτίστης, από τα δημιουργήματά του, την Κτίση. Προσπάθησαν οι δυτικοί κυρίως θεολόγοι να στηρίξουν λογικά την επιχειρηματολογία τους για την ύπαρξη του Θεού. Αν ό,τι βλέπομε, αγγίζομε, αισθανόμαστε, κάποιος το εποίησε, το Σύμπαν πρέπει να το έχτισε Κάποιος και αυτός είναι ο Θεός. Αν όμως είναι έτσι, ποιος δημιούργησε το Θεό; Αν πάλι δεχθούμε ότι κάποιος πρέπει τελικά να είναι αδημιούργητος, γιατί να μην είναι το Σύμπαν; Τέτοιου είδους επιχειρήματα επιτείνουν την απιστία, διότι είναι αστήρικτα. Η ανατολική θεολογία, αντίθετα, στηρίζεται στην πίστη, χωρίς λογική επιχειρηματολογία και αυτή είναι ατράνταχτη. Απλώς πιστεύω ότι υπάρχει Θεός και τέλος! Δεν θα ασχοληθώ λοιπόν με την ύπαρξη του Θεού, αλλά για την ανάγκη της ανθρωπότητας να πιστεύει σε μια ανώτατη αρχή. Βλέπω τριών ειδών ανάγκες.

Η φυσική, σωματική, από όλους αισθητή υπόστασή μας έχει περιορισμούς, τους φυσικούς νόμους. Έχομε συνηθίσει ότι οι νόμοι αποτελούν τη βούληση κάποιου, που έχει τους δικούς του σκοπούς, με τους οποίους μπορεί να συμβαδίζουμε ή όχι. Γύρω μας παρατηρούμε τεράστιες φυσικές δυνάμεις, άλλες ευνοϊκές, όπως ο Ήλιος και το Φεγγάρι κι άλλες ολέθριες, όπως ο κεραυνός, τα ηφαίστεια, οι σεισμοί. Κανένας άνθρωπος δεν τις ελέγχει. Πρέπει όμως να ελέγχονται από Κάποιον ή κάποιους, που δεν είναι άνθρωποι. Αυτές οι δυνάμεις είναι το θείον. Προσευχόμαστε, το επικαλούμαστε κάθε φορά που λογικά βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, στο μέσο μιας τρικυμίας, μιας πλημμύρας, μιας πυρκαγιάς ακόμη και στον πόλεμο. Αν είμαστε μονοθεϊστές, με το πρότυπο γης γήινης μοναρχίας, επιστρατεύομε το "μέσον" για να μας βοηθήσει. "Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου. Και σε μεσήτριαν έχω. Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ." Η κοντινή μας μάνα του Θεού και όλων μας μεσητεύει στο γιο της και μετά την κοίμησή της. Στον πόλεμο παρακαλούμε το Θεό να ευλογήσει τα όπλα μας, ενώ ο αντίπαλος παρακαλεί τον ίδιο Θεό, να ευλογήσει τα δικά του όπλα.

Σε κοινωνικό επίπεδο έχομε περιορισμούς τους κοινωνικούς νόμους. Έχουν σαφή προέλευση, τη βούληση των αρχόντων. Στη μοναρχία είναι η βούληση του ενός, που ενεργεί σαν επίγειος θεός, στην ολιγαρχία η βούληση μιας ομάδας εκλεκτών και στη δημοκρατία η βούληση όλων, στη διαμόρφωση της οποίας μετέχομε εκπεριτροπής όλοι. Έτσι κι αλλιώς, η βούληση της κοινωνίας, ακόμη και όταν έχουμε συμβάλει στη διαμόρφωσή της, άλλοτε μας στηρίζει και άλλοτε αντιπαρατίθεται στις επιθυμίες μας. Οργιζόμαστε τότε κατά των αρχόντων και ονειρευόμαστε πως υπάρχει μια ανώτερη δύναμη η οποία διέπει και αυτούς, όπως εμάς. Όπως η μοίρα τους ανέβασε, έτσι και η μοίρα μπορεί να τους καταποντίσει. Βασικό σφάλμα του συλλογισμού είναι ότι αν εγώ (ο κοινωνικός Εγώ) εξαρτώμαι από κάποιους (άρχοντες) και αυτοί από άλλες ανώτερες δυνάμεις (π.χ. θεότητα ή μοίρα), τότε είμαι δυο φορές εξαρτημένος. Είτε η εξάρτησή μας από τους άρχοντες, που είναι συγχρόνως και αντιστρόφως στήριγμά μας είτε η δική τους εξάρτηση από την ανώτερη δύναμη ραγεί, εγώ μένω αστήρικτος. Το να ζω εκτός κοινωνίας είναι αδύνατο, διότι τότε θα είμαι είτε θεός είτε θηρίο (Αριστοτέλης).

Μένει η εσωτερική ανάγκη για πίστη σε ανώτερες δυνάμεις, το νοητό μας Εγώ, άβατο από όλους τους άλλους, προσιτό αποκλειστικά από τον εαυτό του. Το ξέρομε πως κάποια στιγμή γεννηθήκαμε (διότι έτσι μας είπαν, αφού εμείς οι ίδιοι δεν θυμόμαστε τη γέννησή μας και διότι βλέπομε άλλους να γεννιόνται). Και κάποια στιγμή θα πεθάνουμε. Από πού ήλθαμε; Πού πάμε; "Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσο· καταλήγομε σε μια σκοτεινή άβυσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή." (Ν.Καζαντζάκης). Στις συνηθισμένες περιπτώσεις, ταυτίζομε τον εαυτό μας με το νοητό μας Εγώ. Αυτό λειτουργεί στη βάση του αισθητού Εγώ. Το αισθητό Εγώ προϋπήρχε στην ενδομήτρια ζωή μετά τη σύλληψη. Δεν αντιλαμβανόταν την ύπαρξή του διότι τα ερεθίσματα που δεχόταν από μέσα του και απέξω του, από τη μητέρα ήταν ίδια. Το νοητό Εγώ άρχισε να υπάρχει με τη γέννησή του στον τοκετό. Από τότε κι έπειτα αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε χάρη στη διαβίωσή μας μέσα στην κοινωνία, με την οποίαν επικοινωνούμε και χάρη σ΄ αυτή την επικοινωνία αναπτύξαμε λόγο, κύρια διαφορά του νοητού Εγώ των ανθρώπων από των ζώων. Κι όμως, αν και εξαρτά την ύπαρξη και τη διαμόρφωσή του από το αισθητό και το κοινωνικό Εγώ, το νοητό Εγώ ασκεί δεσποτική εξουσία πάνω τους. Και κάποτε πεθαίνει. Ο θάνατος του αισθητού Εγώ επέρχεται μόλις παύσει η αυτορρύθμισή του, όταν αρχίζει να εξομοιώνεται με το φυσικό περιβάλλον του (Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει). Ο θάνατος του νοητού Εγώ συμβαίνει πάντοτε πριν, το πολύ ταυτόχρονα, με το θάνατο του αισθητού Εγώ, όταν πάψει οριστικά να διακρίνει τη διαφορά του από το περιβάλλον του. Αν, (μέσα σε λίγα λεπτά) αποκατασταθεί η αυτορρύθμιση του αισθητού Εγώ, η παύση της λειτουργίας του νοητού Εγώ δεν είναι οριστική. Έτσι κι αλλιώς, δεν θέλω να δεχθώ τον οριστικό θάνατό μου. Αν πιστεύω σε κάποια ανώτερη δύναμη, μου επιτρέπεται να δεχθώ ότι η νοητή ύπαρξή μου, η ψυχή μου, που "βγήκε από το σώμα μου" εξακολουθεί να υπάρχει κάπου είτε στα σκοτεινά υποχθόνια, στα Τάρταρα της Ομηρικής εποχής ή στην Κόλαση της Χριστιανικής, όπου τιμωρούμαι εσαεί για ό,τι σκάρτο έκανα όσο ζούσα είτε στο φωτεινό επουράνιο παράδεισο του Πλάτωνα ή του Χριστιανικού παραδείσου, όπου ανταμείβομαι για ό,τι έπραξα σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Εναλλακτικά, "δεν ελπίζω τίποτα δε φοβούμαι, τίποτα, είμαι λέφτερος" (Ν. Καζαντζάκης). Η λογική που μας ξαλαφρώνει από το φόβο του θανάτου βρίσκεται στον Επίκουρο: "Το φριχτότατο λοιπόν αυτό κακό, ο θάνατος, δεν πρέπει να μας σκοτίζει, γιατί όσο εμείς υπάρχομε, ο θάνατος δεν υπάρχει, κι άμα έρθει ο θάνατος, εμείς δεν υπάρχομε"

 

Διαβάστε ακόμα