Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας

Απόκτηση γνώσης

  • Τετάρτη, 4 Σεπτεμβρίου, 2024 - 06:12

Η εμφάνιση (φαινότυπος) και η συμπεριφορά μας είναι πάντα ένα μίγμα κληρονομικών (γονότυπος) και επίκτητων ιδιοτήτων που εμφανίστηκαν, τελικά, ως αποτέλεσμα περιβαλλοντικών επιδράσεων. Ο χαρακτήρας, η μέση συμπεριφορά μας, είναι ο φαινότυπος που έχει προκύψει από το γονότυπό μας σε συνδυασμό με τις περιβαλλοντικές επιδράσεις. Προφανώς, όσο νωρίτερα στη ζωή κάποιου όντος το εξετάζομε, τόσο ισχυρότερη είναι η επιρροή του γονότυπού του. Το νεογνό συμπεριφέρεται αποκλειστικά όπως το ορίζουν οι κληρονομικές ιδιότητές του. Απορεί κανένας, ποιος το έμαθε να θηλάζει; Κανένας δεν το έμαθε! Γεννήθηκε με αυτή τη "γνώση" που είναι απλώς ένα σύνολο φυσικών αντανακλαστικών. Η κατασκευή της κοιλότητας του βρεφικού στόματος είναι συμπληρωματική με αυτήν της μητρικής θηλής, έτσι που αν βρεθούν σε επαφή, ταιριάζουν φυσικά. Ο ερεθισμός των χειλιών συνεπάγεται αντανακλαστικές κινήσεις μύζησης στο στόμα ενώ ο ερεθισμός της θηλής συνεπάγεται αντανακλαστική διέγερση σαν να στύεται. Με αυτά τα ερεθίσματα, εκκρίνει γάλα ο συμφορημένος μαστός ανακουφίζοντας τη μητέρα, ενώ πληρώνεται το κενό στομάχι του παιδιού ικανοποιώντας το έτσι. Αυτή είναι η ουσία της νεογνικής "γνώσης". Απλώς ανταπόκριση σε φυσικά κληρονομικά αντανακλαστικά. Η ηδονική ευαισθησία των χειλιών ποτέ δεν εξαφανίζεται τελείως, παραμένοντας π.χ. στο κάπνισμα ή στο φιλί.

Ευθύς εξ αρχής αρχίζουν να σχηματίζονται επίκτητα, εξαρτημένα, αντανακλαστικά. Και αυτά οικοδομούν τη συνολική συμπεριφορά του ανθρώπου. Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, τόσο αθροίζει εξαρτημένα αντανακλαστικά - και αυτό είναι η παιδεία του - που γίνονται ολοένα πιο σημαντικά από τα φυσικά για τη συμπεριφορά του. Η επίκτητη γνώση είναι προνόμιο κυρίως των θερμόαιμων σπονδυλωτών ζώων που διατηρώντας μια σταθερή θερμοκρασία επιτρέπουν στον εγκέφαλο να κάνει πολύ εκλεπτυσμένες λειτουργίες, όπως, κυρίως, να αναπτύσσει εξαρτημένα αντανακλαστικά. Αυτό σημαίνει πως μαθαίνουν. Τα εξαρτημένα αντανακλαστικά αναπτύσσονται στη βάση φυσικών. Οι άνθρωποι έχουν τη μοναδική ικανότητα να αναπτύσσουν και δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά στη βάση προσχηματισμένων πρωτοβάθμιων εξαρτημένων. Κι αυτό σημαίνει εκθετικά αυξανόμενη ικανότητα μάθησης.

Οι άνθρωποι οργανώνομε τις γνώσεις μας. Στον επιστημονικό τρόπο οργάνωσης των γνώσεων, που στηρίζεται στις αρχές της λογικής των προγόνων μας, η μάθηση αρχίζει με τη συλλογή στοιχείων. Αυτά μπορεί να είναι αντικείμενα, έμψυχα (φυτά ή ζώα) και άψυχα ή γεγονότα ή και αφηρημένες έννοιες. Ιδιαίτερη προσοχή σ΄ αυτή τη φάση είναι η ακριβής καταγραφή των στοιχείων, χωρίς να υπεισέρχονται σφάλματα. Επόμενη φάση είναι η ταξινόμηση των στοιχείων. Τις αρχές της ταξινόμησης τις διατύπωσε ο Αριστοτέλης που στην κατώτερη βαθμίδα τοποθέτησε το είδος. Στοιχεία που μοιράζονται κοινές ιδιότητες σημαντικά περισσότερες και διαφορετικές από εκείνες που έχουν άλλα στοιχεία αποτελούν ένα είδος. Η διαφορά του από τα υπόλοιπα είναι εκείνη που σχηματίζει το είδος, η ειδοποιός διαφορά. Για παράδειγμα, σε επίπεδο αφηρημένων εννοιών, υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ δημοκρατίας και ολιγαρχίας. Ως ειδοποιό διαφορά μεταξύ τους όμως επιλέγει ο Αριστοτέλης τον τρόπο επιλογής των αρχόντων: με κλήρωση στη δημοκρατία, με εκλογή στην ολιγαρχία. Η ταξινόμηση μεγάλου αριθμού στοιχείων βρίσκεται στο κατώφλι της επιστήμης. Στη βοτανολογία π.χ. ο Λινναίος (Carl von Linné) κατέγραψε 14 000 είδη φυτών. Επινόησε ένα διωνυμικό σύστημα ταξινόμησης. Είδος στα ζωντανά είναι ομάδα οργανισμών οι οποίοι μπορούν να ζευγαρώσουν δίνοντας γόνιμους απογόνους. Είδη που μοιάζουν αποτελούν το γένος, παραπάνω την οικογένεια. Τα είδη τα εκφέρει ο Λινναίος με δύο ονόματα λατινικά. Ένα ουσιαστικό με κεφαλαίο γράμμα που αντιστοιχεί στο γένος και ένα, συνήθως επίθετο, με μικρό γράμμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός ο ορισμός του είδους έχει, σπάνιες είναι αλήθεια, εξαιρέσεις. Π.χ. η διασταύρωση ενός γαϊδάρου με μια φοράδα, που είναι διαφορετικά είδη, γεννά ένα μουλάρι που όμως είναι μη γόνιμο.

Η πρώτη αναμφισβήτητα επιστημονική βαθμίδα είναι η ανακάλυψη σχέσεων μεταξύ ποικίλων ειδών. Και παραπέρα, η ανακάλυψη αιτιολογικών σχέσεων. Η ανακάλυψη αιτίας δεν είναι εύκολη. Κατά μία άποψη η σχέση αιτίας και αποτελέσματος πρέπει να πληροί τρία κριτήρια. 1. Τα δύο (αίτιο, αποτέλεσμα) έχουν σχέση που συνήθως είναι στατιστική. Η παρουσία καθενός είναι σημαντικά συχνότερη με το άλλο, ενώ σημαντικά σπανιότερη με κάθε άλλο. 2. Η χρονική σχέση. Το αίτιο προηγείται, το αποτέλεσμα έπεται. Να σημειωθεί ότι τέτοια σχέση μπορεί να μην υπάρχει σε αφηρημένες έννοιες, στις οποίες η έννοια του χρόνου μπορεί να μην υπάρχει. Π.χ. το τρίγωνο είναι η αιτία για την οποίαν το άθροισμα των γωνιών του είναι δύο ορθές, αλλά και αν ένα επίπεδο ευθύγραμμο σχήμα έχει γωνίες που το άθροισμά τους είναι δύο ορθές, είναι τρίγωνο. 3. Η άρση του αιτίου αίρει το αποτέλεσμα. Αίτιο του τυφοειδή πυρετού είναι η σαλμονέλα. Αν τη σκοτώσουμε με αντιβιοτικά, ο τυφοειδής πυρετός ιάται. Αντίθετα, αιτία μιας επιδημίας τυφοειδή πυρετού είναι η παρουσία ανθυγιεινών συνθηκών, π.χ. επαφή δικτύου ύδρευσης με υπόνομο. Τα αντιβιοτικά δεν θεραπεύουν την επιδημία που η αντιμετώπισή της απαιτεί εξάλειψη των ανθυγιεινών εγκαταστάσεων. Συχνά, αυτό το κριτήριο απαιτεί την τέλεση πειράματος, όπου τεχνητά διατηρούνται σταθερές όλες οι συνθήκες που θα μπορούσαν δυνητικά να επηρεάσουν το αποτέλεσμα, εκτός από τις ενδεχόμενες αιτία και αποτέλεσμα. Προφανώς αυτό το κριτήριο δεν μπορεί να εφαρμοσθεί σε όλα τα επιστημονικά πεδία. Π.χ. στην επιστημονική ιστορία, δεν μπορούμε να άρουμε την πιθανολογούμενη αιτία η οποία είναι παρελθόν. Σε τέτοιες περιπτώσεις χρησιμοποιούμε την αναλογία, την ομοιότητα. Σε πολλές παρόμοιες συνθήκες εκείνες οι περιπτώσεις που δεν είχαν την πιθανολογούμενη αιτία δεν είχαν ούτε το αντίστοιχο αποτέλεσμα και αντιστρόφως. Αυτό όμως δεν είναι ένα αδιαπραγμάτευτο κριτήριο.

Η γνώση, αποθηκευόμενη στη μνήμη, δεν είναι το σύνολο της πνευματικότητάς μας. Συνδέεται με το συναίσθημα και τη βούληση. Η βούληση, απαρχή της δράσης πάνω στο περιβάλλον, με κίνηση ή έκκριση, παρακινείται από τη γνώση (Αριστοτελική προαίρεση), αλλά, σε συνδυασμό και με το συναίσθημα, ταλαντώνεται (Αριστοτελική όρεξη). Δηλαδή γεννιέται χωρίς ερέθισμα, μόνο με την πάροδο του χρόνου, καθώς έχει περιοδικότητα. Περιοδικά πεινάμε, διψάμε, επιζητούμε έρωτα χωρίς εξωτερικό ερέθισμα, αν και, όπως οι ταλαντωτές χάλασης, η βιολογική ταλάντωση έχει όχι μόνο αυτοματισμό με περιοδικότητα, αλλά και διεγερσιμότητα. Από όλο αυτό το σύστημα, οι άνθρωποι δημιουργούμε μια δευτεροβάθμια νόηση. Γνωρίζομε τι ξέρομε, τι μας συγκινεί και τι θέλομε. Αυτή είναι η συνείδησή μας. Παράλληλα, έχομε και το υποσυνείδητο, γνώσεις, συναισθήματα, βουλήσεις που αγνοούμε, αλλά, όπως η συνειδητή βούλησή μας, μπορεί να κατευθύνει ύπουλα τη συμπεριφορά μας. Η μεταφορά του περιεχομένου του υποσυνειδήτου στη συνείδηση μπορεί να το θέσει κάτω από τον έλεγχό της.

Διαβάστε ακόμα